01 February 2022

Με “ιδιαίτερη” δικονομία ΝΔ – ΚΙΝΑΛ η αρχειοθέτηση Γεωργιάδη


Στο άρθρο αυτό, εξετάζουμε τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε η κυβέρνηση της ΝΔ στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) οι οποίες είναι τέτοιες που διευκολύνουν και καθιστούν ανάλεγκτες τις αρχειοθετήσεις υποθέσεων που χειρίζονται οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος και οι Εισαγγελείς Διαφθοράς. Στην αρχική του μορφή ο νέος ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) προέβλεπε τον έλεγχο και την έγκριση ανώτερου εισαγγελέα πριν αρχειοθετηθεί μια υπόθεση την οποία χειρίζονται οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος και οι Εισαγγελείς Διαφθοράς. Πριν τις τροποποιήσεις της ΝΔ στον ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος και ο Εισαγγελέας Διαφθοράς, για να αρχειοθετήσουν μία υπόθεση έπρεπε πρώτα να διαβιβάσουν την δικογραφία στον εποπτεύοντα Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να του αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησαν ποινική δίωξη. Δηλαδή, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ή ο Εισαγγελέας Διαφθοράς, δεν αποφάσιζαν μόνοι τους την αρχειοθέτηση. Η διαδικασία περνούσε από τον έλεγχο ανώτερου εισαγγελέα ο οποίος μάλιστα είχε το δικαίωμα να παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης αν δεν συμφωνούσε. Με τις τροποποιήσεις που έκανε στον ΚΠΔ η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατέστησε ανέλεγκτες τις αρχειοθετήσεις καταργώντας τον έλεγχο τους  από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Πλέον, η αρχειοθέτηση είναι one man show για τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ο οποίος δεν ελέγχεται από κανέναν. Ταυτόχρονα, η ΝΔ κατήργησε και τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που επόπτευε και συντόνιζε το έργο των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος. Πλέον, η εποπτεία και ο συντονισμός δεν είναι υπόθεση ανώτερου εισαγγελέα αλλά εσωτερική υπόθεση της ίδιας της εισαγγελίας οικονομικού εγκλήματος. Για να ολοκληρωθεί η "μεταρρύθμιση", η ΝΔ τελικά κατήργησε και την ίδια την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς και διατήρησε μόνο την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος.

Η αρχειοθέτηση

Την Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ (βλ. ΕΘΝΟΣαρχειοθετήθηκε η δικογραφία για την υπόθεση Novartis, σε ό,τι αφορούσε στον Άδωνι Γεωργιάδη και στον Δημήτρη Αβραμόπουλο. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Άδωνι Γεωργιάδη:

"Πριν από λίγο μου παραδόθηκε από τον δικηγόρο μου, κύριο Μιχάλη Δημητρακόπουλο, τον οποίο θέλω ιδιαιτέρως να ευχαριστήσω γιατί σε όλη αυτή την ιστορία στάθηκε στο πλάι μου βράχος και αντιμετώπισε νομικά όλη τη συκοφαντία κατά τον καλύτερο τρόπο, η πράξη αρχειοθέτησης του οικονομικού εισαγγελέα για την υπόθεση της NOVARTIS σε ό,τι με αφορά. Είχα πάντα εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη. Ουδέποτε τα τελευταία 4 χρόνια απ’ όταν ξεκίνησε αυτή η δυσώδης ιστορία, μία από τις μεγαλύτερες σκευωρίες στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, αμφέβαλα για την εμπιστοσύνη μου στους θεσμούς και στην ελληνική δικαιοσύνη. Η σημερινή μέρα είναι μέρα χαράς. Όμως, από την άλλη δεν μπορώ να μη σκεφτώ πόσο κοντά βρέθηκε η πατρίδα μας σε πραγματική αλλοίωση του πολιτεύματος, μέσω αυτής της δυσώδους σκευωρίας που κάποια στελέχη της προηγουμένης κυβερνήσεως έστησαν, με αποκλειστικό σκοπό την παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Οι πολιτικοί μου αντίπαλοι έφτασαν στο σημείο να κατηγορούν εμένα για τη NOVARTIS που επί της υπουργικής μου θητείας η φαρμακευτική δαπάνη έφτασε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων ετών, ενώ ήταν η μοναδική χρονιά που η NOVARTIS παρουσίασε ζημιές στην Ελλάδα. Με διάφορα στημένα άρθρα από εκδοτικά συγκροτήματα, που ήδη διερευνώνται και αυτά για το ρόλο τους από την ελληνική Δικαιοσύνη, προσπάθησαν να παρασύρουν όχι μόνο την κοινή γνώμη, αλλά και τους συναδέλφους μου. Θέλω ιδιαιτέρως να ευχαριστήσω τον Πρωθυπουργό της χώρας και Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, κύριο  Κυριάκο Μητσοτάκη που ουδέποτε αμφισβήτησε την ακεραιότητα του χαρακτήρος μου και που έμεινε πάντα στο πλάι μου από την πρώτη στιγμή, όλους μου τους συνεργάτες που ούτε ένας δεν αμφισβήτησε την ακεραιότητά μου, τους ψηφοφόρους μου που και στις εκλογές με τους σχεδόν 70.000 ψήφους που μου έδωσαν στη Βόρεια Αθήνα απέδειξαν ότι δεν επηρεάστηκαν καθόλου από όλα αυτά τα ψέματα και φυσικά, την οικογένειά μου που έμεινε αταλάντευτη στο πλάι μου σε όλη αυτήν την ιστορία, πιστεύοντας απολύτως στην αθωότητά μου. Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι. Θα το ψάξουμε μέχρι τέλους"


Ο Άδωνις Γεωργιάδης έδωσε στην δημοσιότητα την πράξη αρχειοθέτησης της υπόθεσης, στο σκέλος που αφορά τον ίδιο. Σύμφωνα με τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος κο Παναγιώτη Καψιμάλη, ο Άδωνις Γεωργιάδης "όχι μόνο δεν ευνόησε την Novartis αλλά αντιθέτως διαπιστώνεται και ευθεία προσβολή των συμφερόντων της" και "από το αποδεικτικό υλικό δεν προκύπτουν πράξεις ή παραλείψεις του που να στοιχειοθετουν το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας δωροληψίας πολιτικών αξιωματούχων".


 
Το θέμα μας όμως δεν είναι το εάν ο Άδωνις Γεωργιάδης δωρδοκήθηκε. Δεν εξετάζουμε το εάν ο Γεωργιάδης είναι αθώος ή ένοχος ή το εάν υπήρχαν στοιχεία εις βάρος του. Αυτό είναι ζήτημα της δικαστικής εξουσίας και όχι του άρθρου αυτού. Το θέμα του άρθρου αυτού είναι ότι με συνεχείς τροποποιήσεις του ΚΠΔ από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας οι αρχειοθετήσεις οι οποίες γίνονται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος δεν ελέγχονται από ανώτερο εισαγγελέα για την ορθότητά τους.  

Η αρμοδιότητα Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος & Διαφθροράς

Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του 2019 (Ν. 4620/2019) στα άρθρα 33 και 35 καθόριζε την αρμοδιότητα αφενός του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και αφετέρου του Εισαγγελέα Διαφθοράς. 

Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, το άρθρο 33 παρ. 3 ΚΠΔ προέβλεπε ότι είναι αρμόδιος για οικονομικά εγκλήματα κατά του Ελληνικού Δημοσίου:

"3.  O  εισαγγελέας  οικονομικού  εγκλήματος  έχει  ως  αρμοδιότητα τη διενέργεια ερευνών ή προκαταρκτικής εξέτασης για την εξακρίβωση τέλεσης κάθε είδους φορολογικών και οικονομικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών, εφόσον αυτά διαπράττονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά του σε όλη την Επικράτεια. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του παρόντος άρθρου, για την άσκηση των καθηκόντων του, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος έχει την εποπτεία, καθοδήγηση και το συντονισμό των ενεργειών των γενικών κατά το άρθρο 31 παρ. 1 περ. α ́ και ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονο-μικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, εντός των σχετικών αρμοδι-οτήτων τους.

Σε ό,τι αφορά στον Εισαγγελέα Διαφθοράς, το άρθρο 35 παρ. 3 ΚΠΔ προέβλεπε ότι αυτός είναι αρμόδιος για κακουργήματα πολιτικών προσώπων που διαπράττουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ο Εισαγγελέας Διαφθροράς καταργήθηκε με τον Ν 4745/2020.

3. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς υπάγονται τα κακουργήματα που διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης  εξαιρουμένων  των  περιπτώσεων  του  άρθρου 33

Τί ισχύει για την αρχειοθέτηση "κοινών θνητών"

Ας υποθέσουμε ότι ένα "απλός πολίτης" κάνει μία μήνυση. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μόλις την παραλάβει, μπορεί να την θέσει στο αρχείο αν αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη κλπ. Το ίδιο μπορεί να κάνει και όταν δεν την απέρριψε αμέσως αλλά προηγήθηκε κάποια διερεύνηση της μήνυσης (προκαταρκτική εξέταση, αυτεπάγγελτη προανάκριση) και κρίνει ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη (άρθρο 43 παρ. 3 & 4 ΚΠΔ).

Μία υπόθεση μπορεί να ανασυρθεί από το αρχείο όταν αναφαίνονται νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία ή γίνεται επίκληση αυτών, τα οποία δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης (άρθρο 43 παρ. 6 ΚΠΔ). 

Τί συνέπειες έχει η αρχειοθέτηση μιας υπόθεσης? Η συνέπεια είναι ότι παράγεται “περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο” δηλαδή παρέχεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το δικαίωμα να απορρίψει κάθε νέα καταγγελία κατά του ιδίου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών (ενδεικτικά ΑΠ 484/2020). Άρα, η δικαστική εξουσία δεν μπορεί να διερευνήσει εκ νέου μια υπόθεση που αρχειοθετήθηκε εκτός και εάν προκύψουν νέα στοιχεία. 

Αυτή είναι μία συνέπεια που αφορά κάθε αρχειοθέτηση, ακόμα και αυτήν που έκανε ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ή ο Εισαγγελέας Διαφθοράς. Δηλαδή, δεν αφορά συγκεκριμένα τα πολιτικά πρόσωπα ή αποκλειστικά τον Άδωνι Γεωργιάδη αλλά το ίδιο συμβαίνει για τον οποιονδήποτε του οποίου η υπόθεση αρχειοθετείται. Ως εκ τούτου, επειδή και για την υπόθεση του Άδωνι Γεωργιάδη έχει παραχθεί περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο, δεν μπορεί να απασχοληθεί ξανά η δικαστική εξουσία με αυτήν, παρά μόνο εάν προκύψουν νέα στοιχεία ή αναφανούν υφιστάμενα στοιχεία τα οποία όμως δεν είχε υπόψη ο εισαγγελέας. Όλα καλά μέχρι εδώ.

Τίθεται όμως το εξής ζήτημα: αρκεί ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μόνος αυτός, να αρχειοθετεί μία υπόθεση? Κι αν κάνει λάθος? Κι αν κάτι του διέφυγε? Κι αν το κάνει δολίως για να απαλλάξει τον ελεγχόμενο από την περαιτέρω ποινική διερεύνηση της υπόθεσής του? Δεν θα ήταν καλό να υπάρχει και μια δεύτερη ματιά πριν γίνει η αρχειοθέτηση? Δεν πρέπει να υπάρχει έλεγχος του εισαγγελέα ο οποίος κάνει την αρχειοθέτηση από έναν ανώτερο εισαγγελέα?

Ο νόμος προβλέπει (43ΚΠΔ) ότι όταν αρχειοθετεί μια δικογραφία ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, πρέπει να την διαβιβάσει προς έλεγχο σε ανώτερο εισαγγελέα ήτοι στον εισαγγελέα εφετών. Ταυτόχρονα, πρέπει να αναφέρει στον ανώτερο εισαγγελέα και τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Αν ο εισαγγελέας εφετών συμφωνεί, συντελείται η αρχειοθέτηση ενώ αν διαφωνεί έχει δικαίωμα να είτε να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση ή συμπλήρωσή της είτε την άσκηση ποινικής δίωξης.

Συνεπώς, για τους “απλούς πολίτες”, επανεξετάζεται η αρχειοθέτηση μιας υπόθεσης από τον ανώτερο εισαγγελέα εφετών ο οποίος με τον τρόπο αυτό “κρίνει την κρίση” του εισαγγελέα που αρχειοθέτησε. Δηλαδή, η κρίση περί αρχειοθέτησης δεν εξαντλείται σε ένα πρόσωπο αλλά διέρχεται της κρίσεως και εμπειρότερου εισαγγελικού λειτουργού. Maker – checker που λένε στο χωριό κάποιων.

UPDATE 01/03/2024: Καταργήθηκε ο έλεγχος της αρχειοθέτησης αβάσιμων μηνύσεων

Με τον Ν. 5090/2024 τον οποίο έφερε ο Υπ. Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, τροποποιήθηκε το άρθρο 43 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και καταργήθηκε ο έλεγχος της αρχειοθέτησης αβάσιμων μηνύσεων από τον Εισαγγελέα Εφετών. Διατηρήθηκε όμως ο έλεγχος σε περίπτωση αρχειοθέτησης μετά από προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση. Διαβάστε περισσότερα εδώ.

Τί ισχύει για την αρχειοθέτηση σε πολιτικά πρόσωπα

Ισχύουν τα παραπάνω και για τα πολιτικά πρόσωπα? Η κρίση των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος ή των Εισαγγελέων Διαφθοράς περί αρχειοθέτησης, ελέγχεται από ανώτερο εισαγγελέα? Η συνοπτική απάντηση είναι ΟΧΙ, από τον Μάιο του 2020.

Το ιστορικό

Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) τέθηκε τον Ιούνιο του 2019 με τον Νόμο 4620/2019 (ΦΕΚ Α 96/11.06.2019)Εδώ μπορείτε να βρείτε όλο το υλικό που κατατέθηκε στη Βουλή (νομοσχέδιο, αιτιολογική έκθεση κλπ) και εδώ μπορείτε να βρείτε τα πρακτικά της συζήτησης (και εδώστη Βουλή και να αντρέξετε στο ποιός είπε τί.

Στα άρθρα 33 και 36 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιέχονταν οι διατάξεις για τους Εισαγγελείς Διαφθοράς και Οικονομικού Εγκλήματος, των οποίων το έργο επόπτευε και συντόνιζε ανώτερος εισαγγελέας, δηλαδή Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Όταν οι Εισαγγελείς Διαφθοράς και Οικονομικού Εγκλήματος ήθελαν να αρχειοθετήσουν μία υπόθεση, έπρεπε να την διαβιβάσουν στον εποπτεύοντα Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να αναφέρουν σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησαν ποινική δίωξη. Αν ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου συμφωνούσε, συντελούνταν η αρχειοθέτηση. Αν διαφωνούσε, μπορούσε να παραγγείλει προκαταρκτική (εάν δεν είχε ήδη γίνει) ή και την άσκηση ποινικής δίωξης.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 33 παρ. 4 ΚΠΔ προέβλεπε, για τους Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος, την αρχειοθέτηση σε στάδιο πριν την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και είχε ως εξής:

"Αν η καταγγελία, πληροφορία ή είδηση δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, τη θέτει στο αρχείο και, υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εποπτεύοντα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που έχει ορισθεί σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή την άσκηση ποινικής δίωξης, εκθέτοντας στην παραγγελία του συνοπτικά τους λόγους που δικαιολογούν την άσκησή της"

Το άρθρο 33 παρ. 5 ΚΠΔ προέβλεπε την αρχειοθέτηση αφού είχε διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και είχε ως εξής:

"Αν ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος ή ο αναπληρωτής του κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εποπτεύοντα κατά την παρ. 2 αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος, σε περίπτωση που διαφωνεί, έχει δικαίωμα να παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης, εκθέτοντας στην παραγγελία του συνοπτικά τους λόγους που τη δικαιολογούν"

Τα αυτά προέβλεπε το άρθρο 36 παρ. 1 ΚΠΔ για την αρχειοθέτηση από τον Εισαγγελέα Διαφθοράς:

Αν ο εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς θέσει στο αρχείο την μήνυση ή αναφορά, ως μη στηριζόμενη στον νόμο, προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή επειδή δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις που δικαιολογούν την άσκηση ποινικής δίωξης, υποβάλλει τη δικογραφία στον εποπτεύοντα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος μπορεί να παραγγείλει είτε τη διενέργεια προ-καταρκτικής εξέτασης είτε την άσκηση ποινικής δίωξης, εκθέτοντας στην παραγγελία του συνοπτικά τους λόγους που τη δικαιολογούν

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο νέος ΚΠΔ προέβλεπε τον έλεγχο ανώτερου εισαγγελέα πριν να συντελεστεί η αρχειοθέτηση. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση (σελ. 19) του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Ν. 4620/2019 (ΦΕΚ Α' 96/2019):

“Ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος, η τοπική αρμοδιότητα του οποίου εκτείνεται σε όλη την επικράτεια, ενεργεί ως εισαγγελέας του πρώτου βαθμού και συνεπώς η αρχειοθέτηση από αυτόν της μήνυσης ή καταγγελίας ή άλλης μορφής είδησης θα υποβάλλεται για έγκριση στον εποπτεύοντα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατ’ ανάλογο εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 43 ΚΠΔ”

Δηλαδή, όπως οι αρχειοθετήσεις για τους “κοινούς θνητούς” ελέγχονταν από ανώτερο εισαγγελικό λειτουργό, έτσι θα έπρεπε να γίνεται και για τις υποθέσεις των εισαγγελέων διαφθοράς και οικονομικού εγκλήματος. 

Ο Ν. 4689/2020 - Κατάργηση ελέγχου

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να ξεκουράσει την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, έστω και αν επρόκειτο για υποθέσεις που απασχόλησαν πολύ την πολιτική ζωή.

Τον Μάιο του 2020, με την τροπολογία 300/16-15.5.2020 του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τροποποιήθηκαν τα άρθρα 33 και 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η τροπολογία ψηφίστηκε από την Βουλή κι έγινε το άρθρο 94 του Ν. 4689/2020 (ΦΕΚ Α 103/27.05.2020). Μπορείτε να βρείτε όλο το υλικό που κατατέθηκε στην Βουλή εδώ.

Οι τροποποιήσεις αφορούσαν τις διατάξεις για τους Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος και τους Εισαγγελείς Διαφθοράς. 

Ειδικότερα, με την τροπολογία εξαφανίστηκαν από τα επίμαχα άρθρα τα εδάφια που αφορούσαν στον έλεγχο της αρχειοθέτησης από ανώτερο εισαγγελέα.

Με απλά λόγια, η Κυβέρνηση κατήργησε τον έλεγχο στις πράξεις αρχειοθέτησης οι οποίες πλέον είναι one man show. Η διάταξη είναι προς το συμφέρον του ελεγχόμενου διότι η κατάργηση του ελέγχου αυτής από ανώτερο εισαγγελέα απομακρύνει το ενδεχόμενο επανεξέτασης της υπόθεσης και την ανατροπή της αρχειοθέτησης. 

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, το σκεπτικό της κατάργησης του ελέγχου ήταν ότι έτσι “αποσυμφορείται η εισαγγελία του Αρείου Πάγου από την επανεξέταση αβάσιμων καταγγελιών”.

Επιπλέον, υποτίθεται ότι η νέα ρύθμιση δεν δημιουργούσε αντινομία, σε σχέση με τα όσα ισχύουν για τους "κοινούς θνητούς", διότι ο εισαγγελέας εφετών είναι “δευτεροβάθμιος λειτουργός” άρα όλα οκ. Το σκεπτικό αυτό σαφώς πάσχει και περιέχει λογικό άλμα διότι οι εισαγγελείς διαφθοράς και οικονομικού εγκλήματος είναι μεν εισαγγελείς εφετών αλλά επιλαμβάνονται υποθέσεων σε πρώτο βαθμό κι όχι σε δεύτερο. Επομένως, με τις νέες ρυθμίσεις ελλείπει ο δευτεροβάθμιος έλεγχος.

Η στάση της αντιπολίτευσης

Τί έκαναν όμως τα κόμματα της αντιπολίτευσης για την ρύθμιση αυτή που κατέστησε ανέλεγκτες τις αρχειοθετήσεις από τους εισαγγελείς διαφθοράς και οικονομικού εγκλήματος

Ως συνήθως, η επίμαχη διάταξη δεν έγινε καν αντιληπτή από τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος δεν αναφέρθηκε καθόλου σε αυτήν. Ο κος. Καλαματιανός από τον ΣΥΡΙΖΑ, στην ομιλία του στη Βουλή (βλ. πρακτικά της 18.05.2020), στάθηκε στο ζήτημα της επιλογής του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που θα συντονίζει και θα εποπτεύει το έργο των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς (ο οποίος "έφυγε από τη μέση" με τον Ν 4745/2020 έξι μήνες αργότερα). Βλέπετε, η τροπολογία προέβλεπε την επιλογή Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. 

Διαφωνούμε με τη διάταξη για τον οικονομικό εισαγγελέα και τον εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς. [..] Επισημαίνουμε ότι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου αναλαμβάνουν ως καθήκον τις θέσεις τους και δεν καταλαμβάνουν νέα θέση. Άλλο αναλαμβάνω καθήκον, άλλο καταλαμβάνω νέα θέση, βέβαια, ως προς την εποπτεία των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος και εγκλημάτων διαφθοράς. Δεν καταλαμβάνουν, λοιπόν, νέα θέση με τα καθήκοντα αυτά και δεν απαιτείται απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 91 του Συντάγματος. Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο συμμετέχουν κατά πλειοψηφία δικαστές κι έτσι όταν τα θέματα αφορούν στενά τη λειτουργία της εισαγγελικής αρχής, όπως εδώ, θα είχαμε το φαινόμενο να διασπάται η αρχή της ανεξαρτησίας της έναντι άλλων αρχών αλλά και έναντι των δικαστηρίων. Δηλαδή οι προερχόμενοι από άλλη αρχή θα αποφασίζουν ποιος εισαγγελέας θα εποπτεύει ένα εισαγγελικό όργανο.

Δηλαδή, από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε αναφορά στο επίμαχο ζήτημα της αρχειοθέτησης χωρίς έλεγχο. Δεν τους απασχόλησε καν. Η "φάκα" ήταν μερικές γραμμές παρακάτω από εκείνες στις οποίες έδωσε έμφαση ο κος Καλαματιανός, ο οποίος φάνηκε να αγνοεί εντελώς ότι αφαιρέθηκε από τον Αντεισαγγέλεα του Αρείου Πάγου η αρμοδιότητα του ελέγχου των αρχειοθετήσεων. Μάλιστα, εξέφρασε και την ανησυχία του μην τυχόν και τα ζητήματα ορισμού εποπτεύοντος Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου οδηγήσει στην αρχειοθέτηση υποθέσεων χωρίς να ασκηθεί η εποπτεία του, η οποία όμως εποπτεία καταργείται (!!!). 

Τέλος, επισημαίνουμε ότι δεν υπάρχει πουθενά καμμία μεταβατική πρόβλεψη. Αυτό κατ’ αρχάς θα δημιουργήσει σύγχυση και καθυστερήσεις. Ελπίζουμε να μην οδηγήσει αφ’ ενός στην αρχειοθέτηση υποθέσεων, χωρίς να ασκηθεί βεβαίως η εποπτεία του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή στην αφαίρεση δικογραφιών από συγκεκριμένους εισαγγελείς και στην ανάληψή τους από άλλους.

Σε ό,τι αφορά στα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, δεν ειπώθηκε ουδεμία κουβέντα ούτε την 1η ημέρα συζήτησης  (βλ. πρακτικά της 18.05.2020) ούτε και την 2η (βλ. πρακτικά της 21.05.2020). 

Πώς ψήφισαν τα κόμματα?

Από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Βουλής, προκύπτει ότι τις νέες διατάξεις δεν τις υπερψήφισε μόνη της η Νέα Δημοκρατία. Τις υπερψήφισε και το ΚΙΝΑΛ. Καταψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ ενώ ΚΚΕ και Μερα25 ψήφισαν παρών.


Ο Ν. 4745/2020 - Κατάργηση Εισαγγελέα Διαφθοράς & εποπτεύοντος Εισαγγελέα


Το επόμενο χτύπημα της Νέας Δημοκρατίας ήρθε 6 μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 2020, με το άρθρο 53 του Ν. 4745/2020 (ΦΕΚ Α 214/06.11.2020)
Εδώ μπορείτε να βρείτε όλο το υλικό που κατατέθηκε στη Βουλή (νομοσχέδιο, αιτιολογική έκθεση κλπ) και εδώ μπορείτε να βρείτε τα πρακτικά της συζήτησης (και εδώστη Βουλή και να αντρέξετε στο ποιός είπε τί.

Οι περισσότεροι στάθηκαν στην κατάργηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς (βλ. ρεπορτάζ VouliWatch 22.10.2020)

Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δηλαδή ο ανώτερος εισαγγελέας ο οποίος επόπτευε το έργο των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς, καταργήθηκε και έφυγε εντελώς από τα πόδια των Eισαγγελέων Oικονομικού Eγκλήματος

Πλέον, το έργο τους εποπτεύει ο αρχαιότερος μεταξύ των εισαγγελέων εφετών που αποτελούν την εισαγγελία οικονομικού εγκλήματος χωρίς ωστόσο αυτός να έχει και αρμοδιότητα να ελέγχει και να εγκρίνει τις αρχειοθετήσειςΌπως ορίζει το άρθρο 53 του Ν. 4745/2020:

Με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται ο αρχαιότερος από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ως Προϊστάμενος του Τμήματος. 

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση:

Κεφάλαιο ΙΖ’: Με τις προτεινόμενες διατάξεις ενοποιούνται οι υφιστάμενοι θεσμοί του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς και επιτυγχάνεται η με ενιαίο τρόπο αντιμετώπιση των υποθέσεων που  υπάγονταν  στην  αρμοδιότητα  των  ως  άνω  εισαγγελέων  ειδικών καθηκόντων,  καθόσον  η  καθ’  ύλην  αρμοδιότητα  του  νέου  θεσμού  των εισαγγελέων  οικονομικού  εγκλήματος  καλύπτει  τις  αρμοδιότητες  των προαναφερθέντων εισαγγελέων. [..] Κεφάλαιο ΙΖ’: Η υφιστάμενη διαμόρφωση των ως άνω εισαγγελέων με την ύπαρξη δύο διαφορετικών θεσμών εισαγγελέων ειδικών καθηκόντων, αφενός μεν του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος  με αρμοδιότητα προσδιοριζόμενη με βάση την φύση των αδικημάτων (κατά βάση φορολογικών και οικονομικών) και  αφετέρου  του  εισαγγελέα  εγκλημάτων  διαφθοράς  με  αρμοδιότητα προσδιοριζόμενη  με  βάση  την  ιδιότητα  των  φερομένων  ως  δραστών κακουργημάτων οικονομικής φύσης, παρόμοιας με εκείνης που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα  του  εισαγγελέα  οικονομικού  εγκλήματος,  προκαλεί  μία αδικαιολόγητη πολυδιάσπαση  αρμοδιοτήτων  που  δεν  εισφέρει  στην αποτελεσματικότερη  αντιμετώπιση  των  υποθέσεων  των  οποίων επιλαμβάνονται οι ως άνω εισαγγελείς. Σημειώνεται περαιτέρω ότι σύμφωνα με το υφιστάμενο καθεστώς ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά του σε όλη την Επικράτεια, ενώ η αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς εκτείνεται στην εδαφική περιφέρεια του εφετείου όπου είναι τοποθετημένος, δηλαδή στην εδαφική περιφέρεια του εφετείου Αθηνών ή Θεσσαλονίκης. Με την προτεινόμενη ρύθμιση η κατά τόπο αρμοδιότητα  των (νέων) εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια και έτσι δεν υφίσταται πλέον η ως άνω μη δικαιολογημένη διαφοροποίηση. Επιπλέον προβλέπεται ότι οι νέοι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος φέρουν βαθμό Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών και η επιλογή τους θα γίνεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ η επιλογή των επίκουρων εισαγγελέων, οι οποίοι θα είναι εισαγγελείς του πρώτου βαθμού θα γίνεται από τις Ολομέλειες των Εισαγγελιών Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Κατά τα λοιπά οι εξουσίες των (νέων) εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος καλύπτουν τις εξουσίες που διέθεταν οι καταργούμενοι εισαγγελείς ειδικών καθηκόντων, ενώ εισάγονται και μεταβατικές ρυθμίσεις προς τον σκοπό της ομαλής μετάβασης στον νέο θεσμό. [..] Στόχος  είναι  η  με  ενιαίο  τρόπο  αντιμετώπιση  των υποθέσεων που υπάγονταν στην αρμοδιότητα των ως άνω εισαγγελέων  ειδικών  καθηκόντων,  καθόσον η  καθ’  ύλην αρμοδιότητα του νέου θεσμού των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος   καλύπτει   τις   αρμοδιότητες   των προαναφερθέντων εισαγγελέων

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συζήτησης στην Βουλη, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την κατάργηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς και δεν ειπώθηκε τίποτα για το γεγονός ότι έφυγε εντελώς από τα πόδια της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος ο ανώτερος εισαγγελικός λειτουργός δηλαδή ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Οι τροποποιήσεις ψηφίστηκαν από την ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ (το άρθρο 53 εισήχθη αρχικά ως άρθρο 65 και με νομοτεχνική βελτίωση -σελίδα 36 των πρακτικών- αναριθμήθηκε σε άρθρο 53).


Επίλογος

Επειδή οι δικονομικοί νόμοι έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους, ο νέος νόμος εφαρμόστηκε άμεσα σε όλες τις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και στην υπόθεση του Γεωργιάδη. Δεν έγινε δηλαδή κάποια διακριτική μεταχείριση του Γεωργιάδη ούτε και εφαρμόστηκε ειδικά για αυτόν ο νόμος. Η αρχειοθέτηση της υπόθεσής του έγινε το 2022 με διατάξεις οι οποίες ψηφίστηκαν το 2020, δηλαδή 2 χρόνια πριν. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μόνος έκρινε την αρχειοθέτηση και η κρίση του ουδέποτε ελέγχθηκε από ανώτερο εισαγγελικό λειτουργό λόγω της εφαρμογής των νέων διατάξεων τις οποίες έφερε η Κυβέρνηση ΝΔ. Αυτό, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το τεκμήριο αθωότητας του Γεωργιάδη και ούτε είναι ρυθμίσεις που αφορούν μόνο ή ειδικά αυτόν. Δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι πρόκειται για φωτογραφική διάταξη ειδικά για τον Γεωργιάδη. Οποιαδήποτε άλλη αρχειοθέτηση έγινε από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου και μετά, με τον ίδιο τρόπο θα έγινε. 

Το θέμα του άρθρου αυτού δεν είναι ο Άδωνις Γεωργιάδης αλλά οι ρυθμίσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οι οποίες δεν ευνοούν τον έλεγχο και την λογοδοσία. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν είναι ακριβές ότι ο Άδωνις Γεωργιάδης αθωώθηκε. Για αθώωση θα γινόταν λόγος αν του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και είχε αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και είχε δικαστεί ή είχε εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν κατηγορήθηκε καν για κάποιο αδίκημα. Οπότε, δεν αθωώθηκε διότι ουδέποτε υπήρξε ποτέ κατηγορούμενος. 

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανατραπεί η αρχειοθέτηση, όπως θα ήθελαν κάποιοι. Όσο και αν κάποιοι εντοπίζουν αντιφάσεις, η πράξη αρχειοθέτησης δεν προβλέπεται νομικά να ελεγχθεί από άλλο δικαιοδοτικό όργανο. Μόνος τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να προκύψουν νέα στοιχεία. Εντελώς νέα, κι όχι αυτά που ήταν στην διάθεση του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Τα στοιχεία που ήταν γνωστά και διαθέσιμα στη δικαιοσύνη μέχρι σήμερα, αξιολογήθηκαν από τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και κρίθηκαν ανεπαρκή για την κίνηση της ποινικής δίωξης. Και όπως είπαμε και παραπάνω, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος έκανε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, καταργήθηκε η δυνατότητα εκ νέου αξιολόγησής τους από ανώτερο εισαγγελικό λειτουργό. Επομένως, οι αιτιάσεις του ΣΥΡΙΖΑ περί επανεξέτασης της υπόθεσης, είναι αβάσιμες και έγιναν μόνο για την δημιουργία εντυπώσεων. Η προχειρότητά με την οποία αντιμετωπίζουν σοβαρά ζητήματα φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν στάθηκαν καν στο θεσμικό πλαίσιο το οποίο ευνοεί τις αρχειοθετήσεις χωρίς περαιτέρω έλεγχο. Δεν ειπώθηκε δηλαδή από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι οι αρχειοθετήσεις από την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος δεν ελέγχονται και ότι προτίθενται να αλλάξουν αυτό το πλαίσιο. Δεν το έθιξαν καν το ζήτημα διότι προφανώς το αγνοούν. 

Το ζήτημα όμως που τίθεται, και το οποίο μας αφορά όλους, είναι το εξής: Γιατί τα πολιτικά πρόσωπα να υπάγονται σε ιδιαίτερη δικονομία κατά την οποία δεν ελέγχεται από ανώτερο εισαγγελικό λειτουργό η αρχειοθέτηση της υπόθεσής τους? Τί ακριβώς “είδε” το ΚΙΝΑΛ σε αυτή τη ρύθμιση και την υπερψήφισε? Πόσο “νόμιμη και ηθική” είναι η δικονομία δύο ταχυτήτων?























Photo by Conny Schneider on Unsplash