23 March 2024

Τέμπη: Συγκάλυψη, Παραπληροφόρηση, Ευθύνη υπουργών, Βουλευτική ασυλία και Παραγραφή

 

Ένα χρόνο μετά το έγκλημα των Τεμπών, είναι διάχυτη στην κοινωνία η αντίληψη ότι επιχειρείται συγκάλυψη ενδεχόμενων ευθυνών μελών της κυβέρνησης Μητσοτάκη και ιδίως του Κων. Αχ. Καραμανλή. Η τραγωδία παραμένει στην επικαιρότητα χάρη στους συγγενείς των θυμάτων. Το αίτημα τους αφορά στην απόδοση δικαιοσύνης. Το ψήφισμα που ξεκίνησε η κυρία Μαρία Καρυστιανού έχει ξεπεράσει τα 1,3 εκατομμύρια υπογραφές. Η πίεση προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη αυξάνει. Στο πλαίσιο της αποποίησης ευθυνών, τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας λοιδορούν τα 1,3 εκ. υπογραφές του ψηφίσματος της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού. Παράλληλα, διστρεβλώνουν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο περί ευθύνης υπουργών ώστε να το φέρουν στα μέτρα τους. Δημιουργούν την ψευδή εντύπωση ότι η δικαιοσύνη διερευνά κάθε πτυχή του εγκλήματος των Τεμπών και ότι υπόθεση είναι σε αναμονή των συμπερασμάτων της δικαστικής έρευνας. Με τον τρόπο αυτό κοροϊδεύουν τον κόσμο διότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι απαγορεύεται στην δικαιοσύνη να κάνει την παραμικρή διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών του Καραμανλή. Όχι, ούτε ο Καραμανλής, ούτε κανένα άλλο μέλος της Κυβέρνησης δεν ερευνάται από την δικαιοσύνη. Παράλληλα, ο πρώην Υπ. Μεταφορών της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019 Χρήστος Σπίρτζης δηλώνει ότι παραιτείται της ανύπαρκτης ασυλίας του και θέτει εαυτόν στην διάθεση της δικαιοσύνης. Στο άρθρο αυτό κάνουμε μια συνοπτική παρουσίαση όσων ισχύουν για την βουλευτική ασυλία και την ευθύνη υπουργών. Αναδεικνύουμε την ανακρίβεια περί διερεύνησης τυχόν ευθυνών του Καραμανλή από την δικαιοσύνη. Παρουσιάζουμε τους λόγους για τους οποίους δεν νοείται παραίτηση του Σπίρτζη από την "ασυλία" του. Τέλος, διατυπώνουμε την άποψη ότι τυχόν αδικήματα του Χρήστου Σπίρτζη δεν έχουν παραγραφεί. 



Ακολουθήστε μας στο twitter και στο Facebook

Η βουλευτική ασυλία

Το ακαταδίωκτο των βουλευτών, το οποίο το αποκαλείται "βουλευτική ασυλία", ρυθμίζεται στο άρθρο 62 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο για την κίνηση της ποινικής δίωξης εναντίον Βουλευτή απαιτείται προηγούμενη άδεια της Βουλής. Και επειδή συνήθως την πλειοψηφία των εδρών την έχει ένα κόμμα, ουσιαστικά πρόκειται για άδεια όχι της Βουλής αλλά της Κυβέρνησης.

Το ακαταδίωκτο των βουλευτών καθιερώθηκε για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του νομοθετικού σώματος και όχι προς το ιδιωτικό συμφέρον των βουλευτών. Σκοπός της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, είναι η εξασφάλιση της ελεύθερης άσκησης των βουλευτικών του καθηκόντων, που θα παρεμποδιζόταν σε μεγάλο βαθμό, αν, με το πρόσχημα δήθεν τέλεσης αξιόποινων πράξεων, ήταν δυνατή η δίωξη των βουλευτών (ΑΠ 1646/2008).

Με το βουλευτικό ακαταδίωκτο, προστατεύεται ο βουλευτής από την άσκηση κάθε ποινικής εναντίον του δίωξης για οποιοδήποτε αδίκημα, ανεξάρτητα από το εάν η πράξη ή η παράλειψή του σχετίζεται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων (ΑΠ 1080/2022).

Οι διατάξεις αυτές αφορούν κάθε ποινικό αδίκημα του βουλευτή και δεν είναι αναγκαίο να σχετίζεται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων. Με τις ρυθμίσεις για το ακαταδίωκτο των βουλευτών δεν παραπέμπεται ο Βουλευτής σε ειδικό δικαστήριο και δεν ασκεί η Βουλή δικαστικές εξουσίες, όπως συμβαίνει με την ποινική ευθύνη υπουργών. 

Η Βουλή δεν ασκεί την ποινική δίωξη, αρμοδιότητα η οποία είναι του εισαγγελέα πλημμελειοδικών (27ΚΠΔ) αλλά δίνει την άδειά της (56ΚΠΔ), ώστε να ασκήσει ο εισαγγελέας την ποινική δίωξη. Η άδεια αυτή συνιστά δικονομική προϋπόθεση, δηλαδή προαπαιτούμενο, για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του Βουλευτή από τον εισαγγελέα. 

Αν η Βουλή δώσει την άδειά της να ασκήσει ο εισαγγελέας την ποινική δίωξη κατά βουλευτή τότε η υπόθεση συνεχίζεται όπως και για οποιονδήποτε πολίτη. Με απλά λόγια, η μόνη εμπλοκή της Βουλής είναι το να δώσει την άδειά της. Δεν ανακατεύεται στην υπόλοιπη πορεία της υπόθεσης ούτε και ασκεί δικαστικές εξουσίες.

Εάν δεν δώσει η Βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση) την άδειά της, ο Βουλευτής δεν μπορεί να διωχθεί και η τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη (368ΚΠΔ). Το δε δικαστήριο που, αντί να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, προχωρεί στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως. 

Στην περίπτωση, όμως, που η δίωξη άρχισε πριν ο διωκόμενος αποκτήσει την ιδιότητα του βουλευτή, αυτή δεν κηρύσσεται απαράδεκτη άλλα αναστέλλεται από το δικαστήριο μέχρις ότου παρασχεθεί η κατά τα ανωτέρω άδεια της Βουλής προς συνέχιση της δίωξης αυτής. Τούτο συνέβη στην περίπτωση της Ρένας Δούρου για την υπόθεση της πυρκαγιάς στο Μάτι. Η ποινική δίωξη της είχε ασκηθεί πριν αποκτήσει την ιδιότητα του Βουλευτή. Επειδή εξελέγη Βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, χρειάστηκε η άρση της ασυλίας της για να συνεχιστεί η ποινική διαδικασία εις βάρος της. 

Βουλευτική ασυλία & έγκλημα Τεμπών

Σε ό,τι αφορά στο έγκλημα των Τεμπών δεν τίθεται ζήτημα βουλευτικής ασυλίας

Τα πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες τέλεσης ποινικών αδικημάτων, δηλαδή ο Χρήστος Σπίρτζης και ο Κωνσταντίνος Αχ. Καραμανλής, ελέγχονται σύμφωνα με τις διατάξεις για την ποινική ευθύνη υπουργών του άρθρου 86 του Συντάγματος.

Η ποινική ευθύνη υπουργών αφορά σε ποινικά αδικήματα τα οποία σχετίζονται με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων

Εν προκειμένω, σε ό,τι αφορά στον Σπίρτζη και στον Καραμανλή, δεν τίθεται ζήτημα άρσης της βουλευτικής ασυλίας διότι αυτοί ελέγχονται (ή θα έπρεπε να ελέγχονται) για το εάν έχουν ποινικές ευθύνες οι οποίες απορρέουν από το γεγονός ότι διετέλεσαν Υπουργοί Μεταφορών και τα ενδεχόμενα αδικήματά τους σχετίζονται με τα υπουργικά τους καθήκοντα

Ειδκότερα, ελέγχονται για το εάν παρέλειψαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους ως υπουργοί και αν αυτή η παράλειψή τους συνδέεται με την τραγωδία των Τεμπών.

Δεν είναι, λοπόν, ότι διέπραξαν ένα οποιοδήποτε αδίκημα και πρέπει να δώσει η Βουλή την άδειά της για να τους ασκηθεί ποινική δίωξη. Ελέγχονται για το εάν διέπραξαν αδίκημα που σχετίζεται με τα υπουργικά τους καθήκοντα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, στις περιπτώσεις των υπουργικών αδικημάτων, η Βουλή (ουσιαστικά η Κυβέρνηση επειδή έχει την πελιοψηφία) ασκεί δικαστική εξουσία.

Δεν νοείται παραίτηση από την βουλευτική ασυλία

Η βουλευτική ασυλία δεν είναι προνόμιο ή ατομικό δικαίωμα του Βουλευτή αλλά πρόσθετη θεσμική εγγύηση η οποία περιβάλλει τον βουλευτή και στοχεύει στην ακώλυτη άσκηση των αρμοδιοτήτων του (Ευ. Βενιζέλος (1991) "Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου", σελ. 397). Επομένως, δεν νοείται παραίτηση από την βουλευτική ασυλία διότι δεν νοείται παραίτηση από θεσμική εγγύηση (Κ. Μαυριάς (2005), "Συνταγματικό Δίκαιο" σελ. 685).

Άρα, πρέπει να έχετε υπόψη ότι όταν ακούτε μεγαλοστομίες βουλευτών ότι τάχα παραιτούνται της βουλευτικής ασυλίας, κάτι τέτοιο δεν ισχύεi και οι δηλώσεις αυτές δεν προκαλούν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Δεν μπορεί η βούληση του βουλευτή ότι τάχα "παραιτείται" της βουλευτικής ασυλίας να παρακάμψει την εφαρμογή του άρθρου 62 του Συντάγματος. 

Δεν μπορεί η εισαγγελική αρχή να ασκήσει αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, βασιζόμενη στην δήλωση του βουλευτή ότι παραιτείται της ασυλίας του. Αν γίνει κάτι τέτοιο, η ποινική δίωξη θα κηρυχθεί απαράδεκτη.  

Ακόμα και αν δηλώσει ένας βουλευτής ότι παραιτείται της ασυλίας, θα πρέπει και πάλι να δώσει η Βουλή την άδειά της. Άρα, τέτοια δήλωση βουλευτή δεν προκαλεί κανένα απολύτως έννομο αποτέλεσμα

Μπορεί μεν να ερμηνευτεί πολιτικά μια τέτοια δήλωση ως ευχή προς την Βουλή να ψηφίσει υπέρ της άρσης της ασυλίας αλλά σε καμία περίπτωση η δηλωση αυτή δεν δεσμεύει την Βουλή, η οποία μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Το μόνο που γίνεται με τέτοιες βαρύγδουπες δηλώσεις είναι να δημιουργούνται εντυπώσεις για δήθεν θαρραλέους βουλευτες. Δείτε σχετικά το άρθρο μας Ρένα Δούρου: Δεν νοείται "παραίτηση" από την βουλευτική ασυλία.

Ποινική ευθύνη υπουργών

Είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα η ποινική ευθύνη υπουργών από την "βουλευτική ασυλία". Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο γεγονός πως όταν πρόκειται για ποινική ευθύνη υπουργών, η Βουλή ασκεί δικαστικές αρμοδιότητες. Δηλαδή, το νομοθετικό σώμα ασκεί αρμοδιότητες της δικαστικής εξουσίας. 

Επειδή όμως συνήθως συγκεκριμένο κόμμα κάθε φορά διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στην Βουλή, τις δικαστικές αρμοδιότητες τις ασκεί ουσιαστικά η εκάστοτε Κυβέρνηση.

Σε ό,τι αφορά στο βουλευτικό ακαταδίωκτο (βουλευτική ασυλία), η Βουλή δεν ασκεί δικαστικές αρμοδιότητες. Δεν ασκεί την ποινική δίωξη. Δίνει την άδειά της για να ασκηθεί δίωξη κατά του βουλευτή αλλά κατά τα λοιπά αναλαμβάνει η κοινή δικαιοσύνη. Εάν δοθεί από την Βουλή η άδεια δίωξης, τότε η ποινική δίωξη ασκείται κανονικά από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (κι όχι από την Βουλή) κατά το άρθρο 27ΚΠΔ και η υπόθεση εκδικαζεται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, κι όχι από ειδικό δικαστήριο. Δηλαδή, εφόσον η Βουλή δώσει την άδειά της για δίωξη Βουλευτή, η διαδικασία συνεχίζεται όπως και για οποιονδήποτε πολίτη.

Το άρθρο 86 του Συντάγματος εφαρμόζεται μόνο για τα ποινικά αδικήματα τα οποία σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του Υπουργού κι όχι για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα το οποίο τέλεσε ένας υπουργός. Αφορά σε ποινικά δικήματα τα οποία διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και τα οποία σχετίζονται με τα υπουργικά καθήκοντα. Αν για παράδειγμα ένας υπουργός κακοποιεί την σύζυγό του, τότε δεν τίθεται ζήτημα ενεργοποίησης των διατάξεων του  άρθρου 86 του Συντάγματος διότι η κακοποίηση αυτή δεν σχετίζεται με τα υπουργικά καθήκοντα. Στην περίπτωση αυτή, αν ο Υπουργός είναι και βουλευτής τότε απαιτείται η άρση της βουλευτικής του ασυλίας για να του ασκηθεί ποινική δίωξη (εκτός αν αφορά σε αυτόφωρο κακούργημα). Κατά τα λοιπά όμως, θα δικαστεί από τα κοινά ποινικά δικαστήρια και η κοινή δικαιοσύνη θα αναλάβει όλη την ποινική διαδικασία. 

Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά στην ποινική ευθύνη υπουργών δεν τίθεται ζήτημα ασυλίας και άδειας για δίωξη. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 86 του Συντάγματος και η Βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση) ασκεί δικαστική εξουσία

Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η Βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση) ασκεί δικαστική εξουσία καθώς αυτή αφενός ασκεί την ποινική δίωξη (και όχι ο Εισαγγελέας) και αφετέρου διενεργεί προκαταρκτική εξέταση δηλ. κάνει διερεύνηση του εγκλήματος. Απαγορεύεται στην κοινή δικαιοσύνη να προβεί σε οποιαδήποτε διερεύνηση του υπουργικού αδικήματος. Επομένως, όταν ακούτε ότι τάχα η δικαιοσύνη διερευνά τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή για το έγκλημα των Τεμπών, να ξέρετε ότι δεν ισχύει.

Εάν ασκηθεί ποινική δίωξη από την Βουλή (δηλ. από την Κυβέρνηση) κατά υπουργού (νυν ή πρώην), η υπόθεση δεν εκδικάζεται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, όπως όλοι οι πολίτες, αλλά από Ειδικό Δικαστήριο ("υπουργοδικείο"). 

Η διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος εφαρμόζεται ακόμα και για πρόσωπα τα οποία δεν είναι πλέον μέλη της Κυβέρνησης αλλά τέλεσαν ποινικό αδίκημα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσο ήταν υπουργοί στο παρελθόν. Για παράδειγμα, εάν υποτεθεί ότι προκύπτουν ποινικές ευθύνες του Χρήστου Σπίρτζη για το έγκλημα των Τεμπών, θα εφαρμοστεί και για αυτόν η διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος ακόμα και εάν δεν έχει σήμερα την ιδιότητα του ΥπουργούΓια την εφαρμογή του άρθρου 86 του Συντάγματος σε πρώην Υπουργό αρκεί να τέλεσε το αδίκημα όσο ήταν Υπουργός και φυσικά αυτό το αδίκημα να σχετίζεται με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων του. 

Update 14.02.2025: Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η σημασία της απαγόρευσης της διερεύνησης τυχόν ποινικών ευθυνών μελών της Κυβέρνησης από την κοινή δικαιοσύνη, επισημαίνονται τα εξής.

Ο μόνος τρόπος για να εντοπίσει ο ανακριτής ή οποιοσδήποτε δικαστικός λειτουργός τυχόν ποινικές ευθύνες πρώην ή νυν υπουργών είναι να "σκοντάψει" κατά τύχη σε αυτές όσο διενεργεί έρευνα για άλλα πρόσωπα τα οποία δεν είναι υπουργοί. Αυτό έχει μια σοβαρή παρενέργεια εάν συνδυαστεί με την απαγόρευση οποιασδήποτε έρευνας κατά υπουργών. 

Η απαγόρευση διερεύνησης σημαίνει ότι ακόμα κι αν ο ανακριτής υποψιάζεται ότι για παράδειγμα ένας υπουργός έκανε πράξεις συγκάλυψης, δεν μπορεί να κάνει πχ μια άρση τηλεφωνικού απορρήτου ή να του πάρει μία κατάθεση. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι δεν θα σκοντάψει ποτέ σε στοιχεία που να δείχνουν τυχόν ποινικές ευθύνες υπουργού κι ως εκ τούτου δεν θα διαβιβάσει τίποτα στην Βουλή. 

Για τον λόγο αυτό η Βουλή μπορεί να ξεκινήσει την διερεύνηση οίκοθεν δηλαδή με εντελώς δική της πρωτοβουλία, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε διαβίβαση δικογραφίας από τον ανακριτή. Διερεύνηση σημαίνει διενέργεια αποδείξεων και ανακριτικών πράξεων. Αυτά δηλαδή που δεν μπορεί να κάνει ο ανακριτής. 

Με απλά λόγια λοιπόν, μπορεί κάποιος υπουργός να έχει ποινικές ευθύνες αλλά ο ανακριτής να μην σκοντάψει ποτέ σε αυτές διότι ο ανακριτής δεν μπορεί να διενεργήσει αποδείξεις και ανακριτικές πράξεις κατά υπουργών για να τις εντοπίσει.

Μπορεί για παράδειγμα οι ευθύνες για συγκάλυψη να μπορούν να προκύψουν μόνο με άρση τηλεφωνικού απορρήτου αλλά επειδή ο ανακριτής δεν έχει δικαίωμα να κάνει την άρση, δεν θα σκοντάψει ποτέ στοιχεία που δείχνουν την συγκάλυψη, άρα δεν θα διαβιβάσει τίποτα στην Βουλή κι ως εκ τούτου θα "μπαζωθούν" οι όποιες υπουργικές ευθύνες

Για τον λόγο αυτό, δεν είναι προαπαιτούμενο να διαβιβαστεί πρώτα δικογραφία στην Βουλή για να κάνει εκείνη την διερεύνηση. Είναι σκόπιμη ανακρίβεια και παραπληροφόρηση ο ισχυρισμός που ακούγεται στα ΜΜΕ ότι πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί τάχα η δικαστική έρευνα. Η δικαστική έρευνα γίνεται αποκλειστικά για άλλα πρόσωπα που δεν είναι υπουργοί και δεν είναι απαραίτητο ότι θα σκοντάψει σε τυχόν ευθύνες υπουργών. 

Η Βουλή μπορεί να ξεκινήσει μια διερεύνηση ακόμα κι αν δεν διαβιβαστεί καμία δικογραφία από τον ανακριτή. Διότι, όπως αναλύεται, ο ανακριτής δεν έχει την δυνατότητα διεξοδικής έρευνας για υπουργούς και είναι ισχυρό το ενδεχόμενο να μην σκοντάψει σε ποινικές ευθύνες υπουργών.

Η δικαιοσύνη ΔΕΝ ερευνά τον Καραμανλή

Διαβάστε το ειδικότερο άρθρο μας Τέμπη: Όχι, η δικαιοσύνη ΔΕΝ κάνει έρευνα για τον Καραμανλή, ούτε είναι προαπαιτούμενο για να του ασκήσει δίωξη η Βουλή

Όλο και εντονότερα, τα στελέχη της ΝΔ θέτουν στον δημόσιο διάλογο επιχειρήματα όπως: 

  • "Αφήστε την δικαιοσύνη να κάνει την δουλειά της" ή
  • "Η δικαστική διερεύνηση είναι σε εξέλιξη και περιμένουμε τα αποτελέσματά της" ή 
  • "Πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί η έρευνα της δικαιοσύνης για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν ποινικά αδικήματα του Καραμανλή" ή
  • "Δεν εμπιστεύεστε την δικαιοσύνη? Γιατί δεν περιμένετε να ολοκληρώσει την έρευνά της?" ή
  • "Μόνο η δικαιοσύνη είναι αρμόδια για ποινικές ευθύνες υπουργών"
  • "Πρέπει πρώτα να αναλάβει την διερεύνηση ανακριτής για να διαπιστωθούν ποινικές ευθύνες υπουργών. Μέχρι τότε τα χέρια μας είναι δεμένα"

Τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει σε ό,τι αφορά τυχόν ποινικές ευθύνες μελών της κυβέρνησης, δηλαδή για Σπίρτζη και Καραμανλή. Όποτε τα ακούτε αυτά, να ξέρετε ότι σας λένε ψέματα. Ειδικότερα, 

  • Απαγορεύεται στην δικαιοσύνη να κάνει οποιαδήποτε έρευνα για υπουργικό αδίκημα άρα απαγορεύεται να ερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή
  • Η υπόθεση για τα τυχόν ποινικά αδικήματα του Καραμανλή δεν είναι σε φάση αναμονής ολοκλήρωσης της δικαστικής έρευνας, όπως παρουσιάζουν τα στελέχη της ΝΔ, διότι ο ανακριτής διερευνά ποινικά αδικήματα κάθε άλλου προσώπου εκτός του Καραμανλή. Απαγορεύεται η διερεύνηση τυχόν ευθυνών πρώην υπουργών από τον ανακριτή ή άλλον δικαστικό λειτουργό. Δεν είναι λοιπόν αλήθεια ότι τάχα αναμένουμε τα συμπεράσματα της δικαιοσύνης για να δούμε εάν η Βουλή πρέπει ή δεν πρέπει να σκήσει ποινική δίωξη στον Καραμανλή.
  • Δεν είναι προαπαιτούμενο να έχει προηγηθεί κάποια δικαστική διερεύνηση των ποινικών ευθυνών Καραμανλή για να του ασκηθεί ποινική δίωξη από την Βουλή. Για την ακρίβεια, μόνο η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης της Βουλής μπορεί να διενεργήσει την έρευνα για ποινικές ευθύνες Καραμανλή και κανείς άλλος από την δικαιοσύνη.
  • Είναι στο χέρι της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία διαθέτει την πλειοψηφία στην Βουλή, να ξεκινήσει την διαδικασία ποινικής διερεύνησης του Καραμανλή χωρίς να χρειάζεται οποιοδήποτε προαπαιτούμενο. Μόνο η βούληση χρειάζεται.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, απαγορεύεται στην δικαστική εξουσία να διενεργήσει δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και γενικοτερα οποιαδήποτε ποινική διερεύνηση για ποινικά αδικήματα μελών της κυβέρνησης (πρώην ή νυν) τα οποία αδικήματα τέλεσαν κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων τους. Επομένως, απαγορεύεται στην δικαιοσύνη να κάνει οποιαδήποτε έρευνα τυχόν ποινικών ευθυνών του Καραμανλή. Δεν ισχύει λοιπόν αυτό το επιχείρημα που ακούγεται συνεχώς στα ΜΜΕ.

Εάν στο πλαίσιο άλλης ποινικής έρευνας για άλλα πρόσωπα, προκύψουν στοιχεία για ποινικό αδίκημα υπουργού (το οποίο σχετίζεται με τα καθήκοντά του), αυτά τα στοιχεία διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση. Δηλαδή, η δικαιοσύνη θα διαβιβάσει την δικογραφία στην Βουλή μόνο όταν κατά τύχη "σκοντάψει" σε τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή κατά την διερεύνηση που κάνει για άλλα πρόσωπα (κι όχι ειδικά για αυτον, διότι της απαγορεύεται να το κάνει).

Μάλιστα, σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται σε αυτόν που διενεργεί την έρευνα ή την εξέταση αξιολόγηση των στοιχείων που έχουν σχέση με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη Υπουργών, όταν κατά τύχη σκοντάψει σε τέτοια στοιχεία (άρθρο 4 παρ. 4 Ν. 3126/2003). Δηλαδή, ακόμα κι αν ο ανακριτής σκοντάψει σε στοιχεία που δείχνουν ποινική ευθύνη του Καραμανλή, απαγορεύεται να τα ερευνήσει σε βάθος ή να τα μελετήσει ώστε να εξάγει συμπεράσματα. Πρέπει να τα στείλει αμελλητί στην Βουλή η οποία είναι μόνη αρμόδια (δηλ. η Κυβέρνηση διότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία 151 ψήφων) να κάνει την οποιαδήποτε διερεύνηση, αξιολόγηση και άσκηση ποινικής δίωξης. 

Εντοπισμός τυχόν ποινικών ευθυνών του Καραμανλή από την δικαιοσύνη θα γίνει μόνο κατά τύχη, δηλαδή, όχι επειδή η δικαιοσύνη διεξάγει ενδελεχή έρευνα ειδικά για αυτόν, αλλά επ' ευκαιρία της διερεύνησης ποινικών αδικημάτων άλλων προσώπων τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του υπουργού. 

Η δικαιοσύνη δεν ερευνά τον Καραμανλή (διότι απαγορεύεται) και η μόνη περίπτωση να "σκοντάψει" σε ποινικές του ευθύνες θα είναι αν από την έρευνα την οποία διενεργεί για άλλα πρόσωπα εντοπιστεί κάποιο στοιχείο που σχετίζεται με αυτόν. Και πάλι όμως, αν η δικαιοσύνη "σκοντάψει" σε ενδεχόμενη ποινική ευθύνη του Καραμανλή, απαγορεύεται να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα & αξιολόγηση και υποχρεούται να διαβιβάσει αμελλητί στη Βουλή την σχετική δικογραφία.

Επομένως, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός ότι "η δικαιοσύνη ερευνά την υπόθεση και αν προκύψουν στοιχεία κατά του Κ. Αχ. Καραμανλή τότε η Νέα Δημοκρατία θα κινήσει τις διαδικασίες του Σ86" διότι, όπως διατυπώνεται από βουλευτές της ΝΔ στα ΜΜΕ, αφήνεται να εννοηθεί ότι δήθεν η δικαιοσύνη διενεργεί έρευνα και για τον Καραμανλή

Διαβάστε το ειδικότερο άρθρο μας Τέμπη: Όχι, η δικαιοσύνη ΔΕΝ κάνει έρευνα για τον Καραμανλή, ούτε είναι προαπαιτούμενο για να του ασκήσει δίωξη η Βουλή

Και τότε, ποιος διερευνά τις ευθύνες του Καραμανλή? 

Προς το παρόν, κανείς. Το μόνο αρμόδιο όργανο για να κάνει διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών του Καραμανλή είναι η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης η οποία συγκροτείται κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος από την Βουλή, ύστερα από πρόταση τουλάχιστον 30 βουλευτών. 

Δηλαδή, η Βουλή και όχι η δικαιοσύνη, μπορεί να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες Καραμανλή. 

Και ακόμα πιο συγκεκριμένα, από την στιγμή που απαιτούνται 151 ψήφοι για να συγκροτήθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, ουσιαστικά η Κυβέρνηση διερευνά τον Καραμανλή, αν θέλει. Οτιδήποτε άλλο ακούσετε στα κανάλια, είναι ψέματα.

Δήθεν εν αναμονή της δικαστικής έρευνας οι ευθύνες Καραμανλή

Από τις δημόσιες τοποθετήσεις των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας δημιουργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι η δικαιοσύνη διερευνά, εκτός των άλλων, και τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή και ότι αν τυχόν εντοπίσει τέτοιες τότε θα διαβιβάσει την δικογραφία στην Βουλή, οπότε η ΝΔ θα ζητήσει την δίωξή του.  

Δημιουργείται δηλαδή η εντύπωση πως, για ό,τι αφορά στις ποινικές ευθύνες του Καραμανλή, η υπόθεση βρίσκεται τάχα σε ένα στάδιο αναμονής των συμπερασμάτων της δικαστικής έρευνας και για αυτο είναι πρόωρη (αν όχι κακόβουλη) οποιαδήποτε συζήτηση για τις ευθύνες του. 

Όχι, η υπόθεση δεν είναι σε αναμονή των πορισμάτων της δικαιοσύνης, του ανακριτή ή οποιουδήποτε άλλου δικαστικού λειτουργού ή δικαστικού σχηματισμού. 

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η δικαιοσύνη όχι μονο δεν κάνει ερευνά ειδικά για τον Καραμανλή αλλά της απαγορεύεται κι όλας να το κάνει. 

Αν η δικαιοσύνη ενοπίσει τυχόν ευθύνες του Καραμανλή θα είναι επειδή "σκόνταψε" σε αυτές κι όχι επειδή τις διερευνά. Μόνο κατά τύχη μπορεί η δικαιοσύνη να εντοπίσει ποινική ευθύνη του Καραμανλή κι όχι επειδή ερευνά την εμπλοκή του στην τραγωδία των Τεμπών.

Ακόμα όμως και αν "σκοντάψει" σε ποινικές ευθύνες του Καραμανλή, η δικαιοσύνη είναι υποχρεωμένη να σταματήσει την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, για το σκέλος που αφορά τον Καραμανλή, και να διαβιβάσει την δικογραφία αμελλητί στη Βουλή ώστε η Βουλή να παραστήσει τον εισαγγελέα.

Η διερεύνηση ευθυνών του Καραμανλή μπορεί να γίνει μόνο από την Βουλή. Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία έχει την πλειοψηφία, μπορεί ακόμα και με δικές της ενρέργειες να ξεκινήσει την διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος τουλάχιστον για την σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης. 

Δηλαδή, αντί να υποστηρίζει εκ των προτέρων ότι ο Καραμανλής δεν έχει καμία ευθύνη, μπορεί με ίδια πρωτοβουλία να συγκροτήσει επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης για την διερεύνηση. Ούτως ή αλλως και εκεί θα έχει την πλειοψηφία. Κατόπιν, να συντάξει πόρισμα η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης (δηλ. η Κυβέρνηση) ότι ο Καραμανλής δεν έχει καμία ευθύνη και με απόφαση της Βουλής (στην οποία η Κυβέρνηση έχει την πλειοψηφία) να καταψηφίσει την άσκηση δίωξης. Για να γίνει αυτό δεν απαιτείται προηγούμενη "έρευνα / παρέμβαση" ή whatever από την δικαιοσύνη. 

Μια τέτοια ενέργεια όμως θα έθετε στο κάδρο των ευθυνών τον Καραμανλή και θα κόστιζε εκλογικά στην ΝΔ. Η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης θα είχε κάποια διάρκεια. Δεν θέλει η ΝΔ να πάει σε ευρωεκλογές με μια επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης σε εξέλιξη. Θα κόστιζε σε ψήφους. Τί κι αν έχασαν την ζωή τους τόσοι άνθρωποι? Προέχει η σωτηρία του κόμματος στις εκλογές.

Διαβάστε το ειδικότερο άρθρο μας Τέμπη: Όχι, η δικαιοσύνη ΔΕΝ κάνει έρευνα για τον Καραμανλή, ούτε είναι προαπαιτούμενο για να του ασκήσει δίωξη η Βουλή

Επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης της Βουλής

Για την εκκίνηση της διαδικασίας άσκησης δίωξης κατά πρώην ή νυν Υπουργού αναφορικά με αδικήματα που σχετίζονται με τα καθήκοντά του, απαιτείται πρόταση άσκησης δίωξης από 30 τουλάχιστον βουλευτές. 

Σύμφωνα με το άρθρο 154 του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 3126/2003, στην πρόταση θα πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης και μνεία των διατάξεων που παραβιάστηκαν, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Αυτό σημαίνει ότι η πρόταση δεν μπορεί να αφορά γενικά και αόριστα σε διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών του υπουργού αλλά να αφορά σε συγκεκριμένα αδικήματα πχ στην διερεύνηση της διάπραξης ανθρωποκτονίας από αμέλεια (302ΠΚ) σε συρροή από τον Καραμανλή.

Εάν η πρόταση των 30 βουλευτών γίνει δεκτή από την Βουλή με πλειοψηφία τουλάχιστον 151 ψήφων (άρα, από την Κυβέρνηση), τότε με απόφαση της συγκροτείται ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. 

Σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης είναι η διερεύνηση της υπόθεσης και η συγκέντρωση υλικού για να αποφασιστεί εάν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη. 

Η επιτροπή αυτή κάνει αυτό που απαγορεύεται να κάνει η δικαιοσύνη, δηλαδή την διερεύνηση των υπουργικών αδικημάτων και την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. Για τον λόγο αυτό, λένε ψέματα όσοι λένε δημοσίως ότι τάχα πρέπει να περιμένουμε τα συμπεράσματα της δικαστικής έρευνας. Απαγορεύεται στην δικαιοσύνη να ερευνήσει τον Καραμανλή. Μόνο η βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση) μπορεί να το κάνει αυτό. 

Πρόκειται για περίπτωση άσκησης δικαστικής εξουσίας από την Βουλή (δηλ. από την Κυβέρνηση) καθώς, κανονικά, η προκαταρκτική εξέταση για τα υπόλοιπα κοινά αδικήματα, διενεργείται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (30, 31, 43 ΚΠΔ) δηλαδή από δικαστικό λειτουργό. 

Η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση δίωξης καλείται από την επιτροπή να δώσει εξηγήσεις (άρθρο 156 του Κανονισμού της Βουλής και άρθρο 5 παρ. 5 Ν. 3126/2003).

Η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης καταρτίζει πόρισμα. Το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει ιδίως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης. Αιτιολογημένη πρέπει να είναι και η πρόταση της τυχόν μειοψηφίας, η οποία καταχωρίζεται σε χωριστό κεφάλαιο του ίδιου πορίσματος (άρθρο 5 παρ. 6 Ν. 3126/2003). Ουσιαστικά όμως, η διερεύνηση του εγκλήματος γίνεται από την Κυβέρνηση διότι αυτή διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή.

Το πόρισμα εισάγεται στην ολομέλεια της Βουλήςη οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Ουσιαστικά, αποφασίζει η Κυβέρνηση, η οποία έχει την πλειοψηφία των εδρών.

Η Βουλή αποφασίζει αν θα συσταθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, η Βουλή διερευνά τα αδικήματα και η Βουλή αποφασίσει εάν θα ασκηθεί ποινική δίωξη. Στη διαδικασία αυτή δεν εμπλέκεται καθόλου η δικαστική εξουσία. 

Όλα γίνονται από την Βουλή και μάλιστα με πλειοψηφία 151 ψήφων. Ως εκ τούτου, από το κόμμα που έχει την πλειοψηφία στην Βουλή, δηλαδή από την Κυβέρνηση

Άρα, για το έγκλημα των Τεμπών, η ΝΔ αποφασίζει αν θα συσταθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, η ΝΔ διερευνά τα αδικήματα και η ΝΔ αποφασίσει εάν θα ασκηθεί ποινική δίωξη. 

Η σχετική απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών δηλαδή με 151 ψήφους.

Επομένως, τα πιθανά σενάρια είναι 

  • είτε να καταψηφιστεί (από την Κυβέρνηση) εξ αρχής η πρόταση δίωξης την οποία κατέθεσαν 30 βουλευτές και να μην συσταθεί καν επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης για την διερεύνηση των αδικημάτων
  • είτε να υπερψηφιστεί η πρόταση δίωξης, να συγκροτηθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης η οποία θα καταρτίσει πόρισμα και κατόπιν η Βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση), με ψηφοφορία, είτε να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού είτε να μην ασκήσει. 

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τόσο για την υπερψήφιση της πρότασης και την σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης όσο και για την άσκηση δίωξης απαιτούνται τουλάχιστον 151 ψήφοι. Με απλά λόγια, αν το κόμμα που κυβερνάει θέλει να προστατέψει τον υπουργό και να συγκαλύψει τις ευθύνες του, έχει την δυνατότητα να το κάνει εφόσον διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών στην Βουλή. 

Με ακόμα πιο απλά λόγια, η ποινική δίωξη του Καραμανλή απέχει 151 ψήφους, τις οποίες διαθέτει η Νέα Δημοκρατία. Αν η Νέα Δημοκρατία θέλει, του ασκεί ποινική δίωξη για το έγκλημα των Τεμπών. Και αυτό είναι εντελώς ανεξάρτητο από το τί κάνει η δικαιοσύνη. Εάν δεν θέλει, δεν του ασκεί ποινική δίωξη και ολοκληρώνεται η συγκάλυψη.

Δεν είναι προαπαιτοτούμενο ο σχηματισμός δικογραφίας από την δικαιοσύνη ή η εμπλοκή Ανακριτή

Στις δημόσιες εμφανίσεις τους, τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας επαναλαμβάνουν ότι θα πρέπει να αφεθεί η δικαιοσύνη να κάνει την δουλειά της για το έγκλημα των Τεμπών. 

Ο Μητσοτάκης την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024 δήλωσε ότι:

"Η δικαιοσύνη κάνει τη δουλειά της με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν κι αυτό πιστεύω ότι είναι κάτι το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αρκεί να δει κανείς ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός κατηγορούμενων σε αυτή την υπόθεση και η εκδίκαση της υπόθεσης φαίνεται να κινείται με πολύ γρήγορους ρυθμούς"

Τέτοιες δηλώσεις δημιουργούν την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι η Κυβέρνηση περιμένει από την δικαιοσύνη να εντοπίσει τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή ώστε να πάρει κατόπιν την σκυτάλη η Βουλή για να ξεκινήσει την διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος

Δημιουργούν την ψευδή εντύπωση ότι η διαδικασία είναι σε μια φάση αναμονής της ολοκλήρωσης της έρευνας της δικαιοσύνης. Ότι δήθεν περιμένουν από την τακτική δικαιοσύνη να τελειώσει την (ανύπαρκτη) έρευνα για τις τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή.  

Δημιουργούν δολίως την ψευδή εντύπωση ότι για να ξεκινήσει η διαδικασία ποινικής ευθύνης υπουργών είναι προαπαιτούμενο να "σκοντάψει" πρώτα η τακτική δικαιοσύνη σε ενδείξεις ποινικών ευθυνών του Καραμανλή και κατόπιν να διαβιβάσει την δικογραφία στην Βουλή. Κάτι τέτοιο όμως είναι εντελώς ανακριβές

Πράγματι, είναι σε εξέλιξη η κύρια ανάκριση από την τακτική δικαιοσύνη για το δυστύχημα των Τεμπών. Η κύρια ανάκριση όμως δεν περιστρέφεται γύρω από τις ευθύνες του Καραμανλή. Αφορά πράξεις προσώπων που δεν έχουν την υπουργική ιδιότητα.

Αφενός, όπως ήδη αναφέρεται παραπάνω, η τακτική δικαιοσύνη δεν ερευνά τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή διότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Όσο και αν θέλουν να δημιουργήσουν την ψευδή εντύπωση ότι η έρευνα της τακτικής δικαιοσύνης η οποία είναι σε εξέλιξη ασχολείται και με τις ευθύνες του Καραμανλή, κάτι τέτοιο δεν ισχύει

Αφετέρου, πράγματι, αν η τακτική δικαιοσύνη "σκοντάψει" σε ενδείξεις ποινικών ευθυνών μέλους της Κυβέρνησης είναι υποχρεωμένη να διαβιβάσει αμελλητί την δικογραφία στην Βουλή. 

Όμως αυτός είναι απλά ένας τρόπος για να ξεκινήσει η διαδικασία ποινικής δίωξης μέλους της Κυβέρνησης. Η Βουλή (Κυβέρνηση) μπορεί να ξεκινήσει την διαδικασία ποινικής δίωξης κατά μέλους της Κυβέρνησης και με δική της πρωτοβουλία ήτοι με την κατάθεση πρότασης 30 βουλευτών. Δεν τίθεται από το Σύνταγμα ως προϋπόθεση να έχει διενεργηθεί κάποια έρευνα από την τακτική δικαιοσύνη και αυτή να "σκόνταψε" σε ενδείξεις ποινικής ευθύνης μέλους της Κυβέρνησης. Εξάλλου, μόνο η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης της Βουλής μπορεί να διενεργήσει τέτοια έρευνα.

Μάλιστα, δεν είναι ανάγκη να ξεκινήσει η διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος από την αντιπολίτευση, Μπορεί να το κάνει και η Κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Επομένως, είναι παντελώς ψευδής ο ισχυρισμός ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση να προηγηθεί έρευνα της τακτικής δικαιοσύνης προκειμένου να ξεκινήσει η Βουλή την διαδικασία ποινικής δίωξης κατά του Καραμανλή.

UPDATE 24.03.2024: Αυτιάς - Καρανικόλας - Κούγιας

Ανερυθρίαστα ακούγονται στα ΜΜΕ πληροφορίες οι οποίες δεν ισχύουν, παραπληροφορούν την κοινωνία και εξυπηρετούν το κυβερνητικό αφήγημα. Και ήμασταν σίγουροι ότι θα έρθει η στιγμή που θα εμφανιστούν μαζεμένες στα ΜΜΕ όλες οι ανακρίβειες που αναλύουμε στο άρθρο μας αυτό. Η στιγμή αυτή ήρθε την Κυριακή 24 Μαρτίου 2024.

Στην εκπομπή του Γιώργου Αυτιά στον ΣΚΑΙ την Κυριακή 24 Μαρτίου 2024 (βίντεο) ο νυν υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΝΔ (πρώην ΠΑΣΟΚ, πρώην ΚΙΔΗΣΟ) Σπύρος Καρανικόλας αναπαρήγαγε την γραμμή της Κυβέρνησης για τις τυχόν ευθύνες του Καραμανλή ότι "φως θα ρίξει η Δικαιοσύνη", ότι "η δικαιοσύνη διερευνά όλες τις ευθύνες όλων των προσώπων" και ότι "εμείς θα περιμένουμε την ολοκλήρωση της έρευνας της δικαιοσύνης".

 

Όπως όμως ήδη αναλύουμε, πρόκειται για ανακριβή πληροφορία διότι η δικαστική εξουσία δεν ερευνά τυχόν ευθύνες του Καραμανλή αφού της ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να το κάνει. Δεν ερευνά τις ευθύνες όλων των προσώπων, όπως ανακριβώς ισχυρίζεται ο Καρανικόλας. Για την ακρίβεια, η δικαιοσύνη ερευνά τυχόν ευθύνες όλων των υπόλοιπων προσώπων εκτός του Καραμανλή και του Σπίρτζη.

Το μόνο αρμόδιο όργανο για να διερευνήσει σε αρχικό στάδιο τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή είναι η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης η οποία συστήνεται με 151 ψήφους από την Βουλή (άρα από την Κυβέρνηση) ύστερα από πρόταση 30 βουλευτών, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος. Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, ότι όχι μόνο δεν ερευνά ευθύνες Καραμανλή η δικαιοσύνη αλλά απαγορεύεται και να το κάνει. 

Κατόπιν, ο Γιώργος Αυτιάς είπε ότι δέχτηκε μήνυμα από τον δικηγόρο Αλέξη Κούγια στο οποίο έλεγε ότι:

"Υπάρχει ο ανακριτής ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει εάν έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα ο κος. Καραμανλής. Ο ανακριτής, εφόσον διαπιστώσει ότι υπάρχουν ποινικά αδικήματα στέλνει αμέσως την δικογραφία στην Βουλή για την άρση της ασυλιας. Δεν υπάρχει δυνατότητα προανακριτικής χωρίς παρέμβαση του ανακριτή"

Έχουμε ζωηρές αμφιβολίες ότι ο Αυτιάς μετέφερε με ακρίβεια όσα του έγραψε ο κος. Κούγιας διότι είναι πολύ έμπειρος νομικός για να υποπέσει σε τόσες ανακρίβειες. Σημειώνουμε, λοιπόν, τα εξής σε σχέση με τα όσα είπε ο κος. Κούγιας (αν πράγματι τα μετέφερε με ακρίβεια ο Γιώργος Αυτιάς στον τηλεοπτικό αέρα) τα οποία δεν ισχύουν:

1ον: Δεν τίθεται ζήτημα άρσης ασυλίας του Καραμανλή

Ο πρώτος ισχυρισμός που ελέγχεται αφορά στο ότι η Βουλή δήθεν θα κάνει άρση ασυλίας του Καραμανλή. Ο Καραμανλής (θα έπρεπε να) ελέγχεται για το αν τέλεσε ποινικά αδικήματα τα οποία σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του ως υπουργός μεταφορών και ειδικότερα για τις παραλείψεις του, δηλαδή για όσα δεν έκανε ενώ όφειλε ως Υπουργός να κάνει. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα άρσης Βουλευτικής ασυλίας αλλά ενεργοποίησης των διατάξεων περί ευθύνης υπουργών. Συνεπώς, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός περί άρσης ασυλίας διότι δεν εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 62 του Συντάγματος αλλά η διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος. 

2ον: Ο Ανακριτής ΔΕΝ είναι ο μόνος αρμόδιος. Δεν είναι καθόλου αρμόδιος!

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά στο ότι ο ανακριτής είναι δήθεν ο μόνος αρμόδιος να κρίνει αν έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα ο Καραμανλής. Πράγματι, όπως ξέρουμε από όσα μεταδίδουν τα ΜΜΕ, η υπόθεση είναι στο στάδιο της κύριας ανάκρισης και έχει ανατεθεί σε εφέτη Ανακριτή. Όμως, ο Ανακριτής διερευνά πράξεις και ευθύνες όλων των υπολοίπων προσώπων ΕΚΤΟΣ του ΚαραμανλήΓιατί γίνεται αυτό και πώς το λέμε με τέτοια βεβαιότητα? Διότι πολύ απλά, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος και το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 3126/2003 ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ στην δικαστική εξουσία να διενεργήσει οποιαδήποτε ποινική διερεύνηση για ποινικά αδικήματα μελών της κυβέρνησης. Μόνο η Βουλή είναι αρμόδια και πιο συγκεκριμένα η Κυβέρνηση (επειδή διαθέτει την πλειοψηφία) και όχι ο Ανακριτής. Η μόνη περίπτωση να ασχοληθεί επιφανειακά ο Ανακριτής με τυχόν ευθύνες του Καραμανλή είναι να σκοντάψει κατα τύχη σε αυτές. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν ερευνα ειδικά τις ευθύνες Καραμανλή διότι απαγορεύεται να το κάνει. Επομένως, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός αυτός.

3ον: Ο Ανακριτής όχι απλώς δεν είναι "ο μόνος αρμόδιος να κρίνει" αλλά απαγορεύεται να κρίνει

Ο τρίτος ισχυρισμός που αποδίδεται από τον Αυτιά στον Κούγια είναι ότι τάχα ο ανακριτής είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει αν έχει διαπράξει ποινικά αδικήματα. Ο ισχυρισμός αυτός έρχεται ως επόμενο κατά λογική ακολουθία μετά την δήθεν έρευνα του ανακριτή. Δηλαδή, δημιουργείται η ανακριβής εντύπωση ότι δήθεν ο ανακριτής διερευνά την υπόθεση και μόλις έχει το υλικό τάχα θα το αξιολογήσει (κρίνει) για να διαπιστώσει αν έχει διαπράξει αδικήματα ο Καραμανλής και κατόπιν να διαβιβάσει την δικογραφία στην βουλή για να άρει την ασυλία του. Αυτή, υποτίθεται είναι η σειρά που γίνονται τα πράγματα. Όλα λάθος. Εξηγήσαμε ήδη οτι ούτε ο ανακριτής ερευνά τον Καραμανλή, ούτε τίθεται ζήτημα άρσης ασυλίας του. Εξηγούμε τώρα ότι ούτε ζήτημα κρίσης - αξιολόγησης τίθεται από τον ανακριτή. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 3126/2003 απαγορεύεται σε αυτόν που διενεργεί την έρευνα (για άλλα πρόσωπα) η αξιολόγηση των στοιχείων που έχουν σχέση με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη Υπουργών. 

4ον: Όχι, για την σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης ΔΕΝ είναι προαπαιτούμενο η προηγούμενη "παρέμβαση του ανακριτή"

Ο επόμενος ισχυρισμός που αποδίδεται από τον Αυτιά στον Κούγια είναι ότι τάχα για να συγκροτήσει η Βουλή με 151 ψήφους (άρα, η κυβέρνηση) επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης για διερεύνηση τυχόν ευθυνών του Καραμανλή, απαιτείται οπωσδήποτε προηγούμενη παρέμβαση του ανακριτή. Ο ισχυρισμός είναι πέρα για πέρα ανακριβής και αμφιβάλλουμε ότι προέρχεται από τον κο. Κούγια. Ούτε το άρθρο 86 του Συντάγματος ούτε ο νόμος Ν. 3126/2003, ουτε ο Κανονισμός της Βουλής  θέτουν ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της συγκρότητσης επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης την προηγούμενη "παρέμβαση" (sic!) του ανακριτή. Γιατί? Διότι όπως έχουμε ήδη αναλύσει απαγορεύεται στον ανακριτή να διενεργήσει έρευνα για μέλη της κυβέρνησης. Είναι δουλειά της επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης να διενερήσει έρευνα κατά μέλους της κυβέρνησης διότι η κοινή δικαιοσύνη απαγορεύεται να το κάνει. Η Βουλή ασκεί δικαστικές εξουσίες διότι απαγορεύεται να τις ασκήσει η δικαιοσύνη.

Τα ερωτήματα της αντιπολίτευσης

Τα στελέχη της αντιπολίτευσης, αντί να επιτρέπουν να γίνεται ενώπιόν τους παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης, όποτε ακούν στα ΜΜΕ τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας να λένε ότι τάχα η υπόθεση Καραμανλή είναι στα χέρια της δικαιοσύνης, πρεπει να τους θέτουν τα εξής ερωτήματα:

1. Ο ανακριτής που ερευνά το έγκλημα των Τεμπών ερευνά ταυτόχρονα και τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή? Είναι στο πεδίο της έρευνας του ανακριτή και ο Καραμανλής? Όποιος απαντήσει "Ναι" σε αυτήν την ερώτηση, έχει πει ψέματα διότι αυτό απαγορεύεται ρητά από το Σ86 και τον Ν. 3126/2003.

2. Επιτρέπεται στον ανακριτή ή σε οποιονδήποτε δικαστικό λειτουργό να ερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή? Όποιος απαντήσει "Ναι" σε αυτήν την ερώτηση, έχει πει ψέματα διότι αυτό απαγορεύεται ρητά από το Σ86 και τον Ν. 3126/2003.

3. Αν ο ανακριτής σκοντάψει σε στοιχεία που δείχνουν τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή, μπορεί να τα αξιολογήσει και να τα ερευνήσει σε βάθος? Όποιος απαντήσει "Ναι" σε αυτήν την ερώτηση, έχει πει ψέματα διότι αυτό απαγορεύεται ρητά από το Σ86 και τον Ν. 3126/2003.

4. Είναι υποχρεωτικό να προηγηθεί έρευνα της δικαιοσύνης για τον Καραμανλή για να ξεκινήσει η διαδικασία κίνησης της ποινικής δίωξης εις βάρος του κατά Σ86? Όποιος απαντήσει "Ναι" σε αυτήν την ερώτηση, έχει πει ψέματα διότι το Σ86 δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση.

5. Είναι υποχρεωτικό πρώτα να σκοντάψει ο ανακριτής σε στοιχεία που δείχνουν τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή για να μπορέσει η Βουλή να ξεκινήσει εις βάρος του την διαδικασία ποινικής δίωξης του Σ86? Όποιος απαντήσει "Ναι" σε αυτήν την ερώτηση, έχει πει ψέματα διότι το Σ86 δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση.

6. Μπορεί η Βουλή να αναλάβει την πρωτοβουλία να ξεκινήσει την διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος κατά του Καραμανλή χωρίς να της έχει διαβιβάσει κάποια δικογραφία ο ανακριτήςΌποιος απαντήσει "Όχι" σε αυτήν την ερώτηση, έχει πει ψέματα διότι το Σ86 δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση.

7. Είναι υποχρεωτικό να καταθέσει η αντιπολίτευση πρόταση για να ξεκινήσει η διαδικασία ποινικής δίωξης του Καραμανλή από την Βουλή ή μπορεί να αναλάβει και η Νέα Δημοκρατία τέτοια πρωτοβουλία? Όποιος απαντήσει ότι μόνο η αντιπολίτευση μπορεί να καταθέσει τέτοια πρόταση, έχει πει ψέματα διότι το Σ86 δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση.

8. Ποιος μπορεί να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή? Σε αυτήν την ερώτηση η μόνη σωστή απάντηση είναι "η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης της Βουλής". Οποιαδήποτε άλλη απάντηση όπως πχ η δικαιοσύνη ή ο ανακριτής, θα είναι ψεματα.

Περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο

Κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, εάν η πρόταση άσκησης δίωξης η οποία υποβλήθηκε από 30 βουλευτές δεν ψηφιστεί με πλειοψηφία τουλάχιστον 151 ψήφων (δηλ. αν την καταψηφίσει η Κυβέρνηση) τότε η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμηΣύμφωνα με το άρθρο 155 παρ. 10 του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 3126/2003, εάν η Ολομέλεια της Βουλής απορρίψει, ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη

Το ίδιο συμβαίνει και εάν έγινε δεκτή από την Βουλή η πρόταση των 30 βουλευτών, συγκροτήθηκε επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης η οποία παρήγαγε πόρισμα αλλά η Βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση) αποφασίσει να μην ασκήσει ποινική δίωξη (άρθρο 157 του Κανονισμού της Βουλής και άρθρο 6 παρ. 4 Ν. 3126/2003).

Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι εάν απορριφθεί από την Βουλή (δηλ. από την Κυβέρνηση) η πρόταση των 30 βουλευτών ή εάν γίνει δεκτή και συγκροτηθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης και η Βουλή αποφασίσει να μην ασκήσει ποινική δίωξη, αποκλείεται νέα πρόταση η οποία βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ακόμα και εάν αλλάξει ο νομικός χαρακτηρισμός. 

Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι αν κατατεθεί πρόταση 30 βουλευτών για ποινική δίωξη του Καραμανλή για το έγκλημα των Τεμπών για συγκεκριμένα αδικήματα πχ κατατεθεί πρόταση να γίνει η δίωξή του για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (302ΠΚ) σε συρροή, και η πρόταση αυτή:

  • απορριφθεί από την Βουλή (δηλ. από την Κυβέρνηση) και δεν συγκροτηθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης ή
  • υπερψηφιστεί η πρόταση, συγκροτηθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, καταθέσει πόρισμά, αλλά η Βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση) αποφασίσει να μην ασκήσει ποινική δίωξη, 

τότε δεν μπορεί να κατατεθεί νέα πρόταση δίωξης βασιζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά, ακόμα και εάν αλλάξει ο χαρακτηρισμός των αξιόποινων πράξεων. Ακόμα δηλαδή κι αν κατατεθεί νέα πρόταση 30 βουλευτών, στην οποία ζητούν πλέον την δίωξη του Καραμανλή όχι ανθρωποκτονία από αμέλεια 302ΠΚ αλλά πχ για διατάραξη της ασφάλειας συγκοινωνιών 291ΠΚ.

Στις περιπτώσεις αυτές παράγεται αποτέλεσμα παρεμφερές προς το δεδικασμένο, όπως αυτό το οποίο παράγεται σε περίπτωση αρχειοθέτησης μήνυσης ή έγκλησης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 3 & 4 και 51 παρ. 2 & 3 του Κώδικα Ποινικής ΔικονομίαςΠαράγεται περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο το οποίο παρέχει το δικαίωμα απόρριψης κάθε νέας καταγγελίας, κατά των ίδιων προσώπων που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή με επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ή και σε ασήμαντη προσθήκη αυτών, σαν νομικά αστήρικτη. Το οιονεί αυτό δεδικασμένο που προκύπτει δεσμευτικό, έχει οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα και γίνεται δεκτό πως κάμπτεται μόνον εάν ήθελε προκύψουν νεώτερα ουσιώδη ή άγνωστα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 420/2023, ΑΠ 609/2019, ΑΠ 1120/2018 κλπ).

Ανάσυρση από το αρχείο 

Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3126/2003, για τα θέματα τα οποία δεν ρυθμίζονται διαφορετικά στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να προβλέπεται διαφορετικά διότι η διαδικασία της ποινικής ευθύνης υπουργών είναι μεν μια ειδική διαδικασία αλλά δεν καταστρώνεται μαζί με αυτήν και ειδική "υπουργική" ποινική δικονομία ή ειδικό "υπουργικό" ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Ήτοι, ελλείψει ειδικότερης ποινικής δικονομίας ειδικά για υπουργούς, θα ήταν αβάσιμο να υποστηριχθεί ότι, πριν από την ρητή πρόβλεψη του Ν. 3126/2003, δεν εφαρμόζονταν στις ποινικές υποθέσεις μελών της κυβέρνησης οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ότι αυτό ξεκίνησε να γίνεται από το 2003 και έπειτα. Τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση θα οδηγούσε ενδεχομένως στην παραδοχή ότι υφίσταται θεσμοθετημένη αρνησιδικία αλλά και στο ποινικώς ανεύθυνο των υπουργών, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνονται αυτά στην βούληση του καταστατικού ή του διαχρονικούς νομοθέτη. Όπως αναλύεται παρακάτω, δεν νοείται το ποινικώς ατιμώρητο κανενός. Επομένως, εξακολουθούν και σε αυτές τις υποθέσεις να ισχύουν οι γενικές ουσιαστικές και δικονομικές αρχές οι οποίες ισχύουν γενικώς και δεν έρχονται σε αντίθεση με το πλέγμα των ρυθίσεων για τα υπουργικά αδικήματα (άρθρο 86 του Συντάγματος, Ν. 3126/2003 και Κανονισμός της Βουλής).

Εξάλλου, ο συντακτικός νομοθέτης καθιερώνει μία ειδική διαδικασία για την δίωξη μελών της κυβέρνησης η οποία δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως θεσπίζουσα την ατιμωρησία πράξεων και παραλείψεων της συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων. Η ατιμωρησία δεν είναι στην ratio του άρθρου 86 του Συντάγματος αλλά και σε καμία από τις αντίστοιχες διατάξεις των προηγούμενων συνταγμάτων. Υπό καμία ερμηνευτική εκδοχή δεν θα ήταν ανεκτό το συμπέρασμα ότι το Σύνταγμα ή ο κοινός νόμος καθιερώνουν (ή ότι δύνανται να το καθιερώσουν) το ποινικώς ανεύθυνο των μελών της Κυβέρνησης, την αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ αυτών και την μη εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων υπέρ αυτών διότι τοτε θα καταστρατηγούνταν η διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος (αρχή της ισότητας), κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, "δοθέντος ότι η άνω διάταξη του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών* " [* βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1221/2014]

Περαιτέρω, το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι εάν η πρόταση άσκησης δίωξης δεν υπερψηφιστεί τότε απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το άρθρο 155 παρ. 10 του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 3126/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3961/2011, ορίζουν ότι εάν η Βουλή απορρίψει, ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτηΗ ρητή αναφορά στο απαράδεκτο της υποβολής νέας πρότασης βασισμένης στα αυτά πραγματικά περιστατικά με την πρόταση η οποία απορρίφθηκε, αν και "πρωτότυπη επιλογή" του κοινού νομοθέτη αφού δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 86 του Συντάγματος, εντούτοις εδράζεται στην αρχή ne bis in idem και εναρμονίζεται με το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 43 παρ. 3 και 4 του ΚΠΔ. Ακόμα και εάν απουσίαζε η ρητή αναφορά στην νομοθεσία ότι απορρίπτεται ως απαράδεκτη μια νέα πρόταση η οποία βασίζεται στα ίδια πραγματικά, το αποτέλεσμα αυτό θα επέρχονταν και πάλι, κατ' εφαρμογή των γενικών διατάξεων του άρθρου 43 παρ. 3 & 4 του ΚΠΔ, όπως εξάλλου ρητά προβλέπεται η εφαρμογή των διατάξεων της κοινής δικονομίας από το  22 παρ. 1 του Ν. 3126/2003.

Οι περιπτώσεις αρχειοθέτησης μήνυσης ή έγκλησης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 3 & 4 και 51 παρ. 2 & 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συνιστούν έκφανση της in rem άσκησης της ποινικής δίωξης, η οποία διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, και ως εκ τούτου αυτή συντελείται όταν δεν πιθανολογείται αξιόποινη πράξη, όταν δεν πληρούται ο εξωτερικός όρος του αξιόποινου, όταν συντρέχουν λόγοι εξάλειψης του αξιόποινου κλπ. Αντιστρόφως, εάν πιθανολογηθεί η αξιόποινη πράξη, η κίνηση της ποινικής δίωξης είναι υποχρεωτική για τον εισαγγελέα πλημμελειεωδικών (27, 37 ΚΠΔ) ο οποίος δεν έχει εξουσία διάθεσης αυτής μιας και δεν επιτρέπει τέτοια ο δημόσιος χαρακτήρας της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας. Αντιθέτως, η αρχειοθέτηση η οποία γίνεται κατ' εφαρμογή της διάταξης του 245 παρ. 3 ΚΠΔ, η οποία προϋποθέτει όμως τη βάσιμη πιθανολόγηση ότι διεπράχθη αξιόποινη πράξη αλλά  δράστης παραμένει άγνωστος, δεν έχει την έννοια της διευθέτησης της ποινικής διώξεως αλλά συνιστά τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης, η υπόθεση τηρείται σε σκόπιμη εκκρεμότητα με την προοπτική εξιχνίασης της και για τον λόγο αυτό η διερεύνηση της υπόθεσης συνεχίζεται σύμφωνα με τις παρ. 2 και 8 του ΠΔ 141/1991 [ενδ. ΣυμβΠλημΠειρ 814/2009]. Επομένως, οι διατάξεις του ΚΠΔ είναι καταστρωμένες στην βάση της in rem άσκησης της ποινικής δίωξης καθώς και στην αρχή της νομιμότητας αυτής. Η αρχειοθέτηση έχει ποιοτική διαφορά και παράγει περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες δεν πιθανολογήθηκε αξιόποινη πράξη (in rem) επί της οποίας μπορεί να συντελεστεί η υποχρεωτική, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, άσκηση της ποινικής δίωξης. Η αρχειοθέτηση η οποία γίνεται στην αντίθετη περίπτωση (245 παρ. 3 ΚΠΔ) ήτοι όταν πιθανολογήθηκε η διάπραξη αξιόποινης πράξης αλλά ο δράστης αυτής παρέμεινε άγνωστος, συνιστά τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης και δεν παράγεται περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο.

Η θέση της υπόθεσης στο αρχείο καθιστά απαράδεκτη και νομικά αβάσιμη, με την ευρεία έννοια, κάθε νέα έρευνα της ίδιας υποθέσεως, όταν έχει δημιουργηθεί περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η επανεξέτασή της όταν προκύπτουν νέα πραγματικά δεδομένα. Είναι μεν απαράδεκτη κάθε νέα προκαταρκτική εξέταση της ιδίας ποινικής υποθέσεως που έχει προηγούμενα κριθεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 43 και 51 ΚΠΔ, η πράξη αρχειοθέτησης που εκδίδεται κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ είναι δικαιοδοτικού χαρακτήρα, όμως δεν είναι δεσμευτική και γι' αυτό πρέπει να χαρακτηρισθεί ως "οιονεί δικαιοδοτική" [Στρ.Ιωαν. 102/2010].

Εφόσον προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία ή γίνεται επίκληση αυτών, η υπόθεση ανασύρεται από το αρχείο κατά 43 παρ. 6 ΚΠΔΗ επανεξέταση της υπόθεσης δικαιολογείται όταν στην βάση των νέων περιστατικών, στοιχείων κλπ πιθανολογείται η διάπραξη αξιόποινης πράξης (in rem) η οποία δεν είχε πιθανολογηθεί όταν τέθηκε η υπόθεση στο αρχείο. Η πιθανολόγηση διάπραξης αξιόποινης πράξης, έστω και εκ των υστέρων, ενεργοποιεί εκ νέου την αξίωση της πολιτείας για ποινική τιμωρία, από την οποία, ως ελέχθη, δεν εξαιρείται καμία κατηγορία προσώπων διότι υπό κανένα ερμηνευτικό πρίσμα η έννομη τάξη δεν καθιερώνει το ποινικώς ανεύθυνο & ατιμώρητο για αυτήν την κατηγορία προσώπων (και για καμία κατηγορία προσώπων). Αλλά και από την σκοπιά του διαχρονικού ποινικού δικονομικού δικαίου συνάγονται πολύτιμα συμπεράσματα. Ακόμα και μετά από τις σημαντικές τροποποιήσεις του άρθρου 43 του παλιού ΚΠΔ τις οποίες επέφερε το άρθρο 4 του Ν. 3160/2003, ρητή νομοθετική πρόβλεψη ότι η υπόθεση ανασύρεται από το αρχείο όταν ανακύψουν νέα περιστατικά τέθηκε το πρώτον με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3904/2010. Γίνονταν όμως δεκτό στην θεωρία αλλά και νομολογιακά ότι, παρά την απουσία ρητής διάταξης, μπορεί να ανασυρθεί η υπόθεση και να ασκηθεί ποινική δίωξη εάν προκύψουν νέα στοιχεία [βλ. και Κονταξής Θρ. "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας" 1989, Τ1 σελ. 318]. Αντίθετη προσέγγιση θα προσέκρουε στις αρχές τις οποίες ήδη αναφέρουμε. Εξάλλου, από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3904/2010 (σελ. 6) προκύπτει ότι ο δικαιοπολιτικός λόγος της ρητής θέσπισης της εν λόγω διάταξης περί ανάσυρσης της υπόθεσης από το αρχείο δεν ήταν η κατά το πρώτον θεμελίωση της δυνατότητας ανάσυρσης της δικογραφίας από το αρχείο εάν προκύψουν νέα στοιχεία, η οποία ούτως ή άλλως παγίως είχε νομολογηθεί, αλλά η υποχρεωτική κλήτευσή του εμπλεκόμενου προς παροχή συμπληρωματικών εξηγήσεων ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα αιφνιδιαστεί και ότι θα του δοθεί η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του. 

Λεκτέο και ότι, παρά το γεγονός ότι η παράγεται περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο με την αρχειοθέτηση κατά 43 παρ. 3 & 4 ΚΠΔ, επιτρεπτέα είναι η ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο και λόγω νέας διαφορετικής αξιολογήσεως και κρίσεως του ήδη υφιστάμενου στην δικογραφία πραγματικού υλικού κι όχι μόνο όταν η ανάσυρση είναι βασισμένη αποκλειστικώς στην ύπαρξη νέων περιστατικών [ενδ. ΔιάτΕισΕφΑθ 1/1992].

Πράγματι, το άρθρο 155 παρ. 10 του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 3126/2003, προβλέπουν ότι εάν απορριφθεί η πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη. Ταυτόχρονα δεν προβλέπουν την ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο. Πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι δεν τυγχάνουν εφαρμοστέες οι προαναφερθείσες διατάξεις και αρχές του ΚΠΔ για τις υποθέσεις μελών της Κυβέρνησης οι οποίες αρχειοθετήθηκαν κατ' εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 86 του Συντάγματος? Φρονούμε ότι ο βάσιμος αυτός προβληματισμός, ο οποίος παρουσιάστηκε από τους Ακρίτα Καϊδατζή και Ασπασίας Θεοχάρη με πλήρη επιστημονική επάρκεια στην μελέτη "Αντισυνταγματικότητα του κανόνα της εφάπαξ υποβολής πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού" σε Νομαρχία 19.07.2024 καλύπτεται σε έναν βαθμό από τις παραπάνω θέσεις που αναπτύσσουμε. Κατά την άποψη που αναπτύσσεται στο άρθρο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πράγματι συντρέχει κανόνας εφάπαξ υποβολής της πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού. Η διαφορετική μεταχείριση των μελών της Κυβέρνησης, δεν δικαιολογείται κατ' αρχήν από το ίδιο το άρθρο 86 του Συντάγματος το οποίο καταστρώνει μια ειδική διαδικασία για την ποινική ευθύνη υπουργών αλλά όχι το ποινικώς ανεύθυνο και το ατιμώρητο αυτών. Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση, όπως ορθά επισημαίνεται και στην παραπάνω μελέτη, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Έτι δε περαιτέρω, η αρχή της in rem ποινικής δίωξης σε συνδυασμό με την αρχή της νομιμότητας αυτής είναι δεσμευτικές για το σύνολο της έννομης τάξης, άλλως, δεν προκύπτει (ούτε θα μπορούσενα προκύψει) ότι η ratio του άρθρου 86 του Συντάγματος ήταν η θεσμοθέτηση εξαιρέσεων από αυτές τις αρχές. Η Βουλή δεν είναι φορέας της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας και ως εκ τούτου δεν έχει εξουσία διάθεσης της ποινικής δίωξης και του αντικειμένου της ποινικής δίκης. Εξάλλου, θα ήταν πρωτοφανής και αντίθετη στον δημόσιο χαρακτήρα της ποινικής δίκης η προσέγγιση ότι έχει εξουσία διάθεσης της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας κάποιο όργανο της, έστω κι αν αυτό είναι η Βουλή. Το γεγονός ότι το άρθρο 86 του Συντάγματος δεν προβλέπει την υποβολή 2ης πρότασης, αλλά ούτε την αποκλείει, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την ρητή αναφορά του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3126/2003, ότι για τα θέματα τα οποία δεν ρυθμίζονται διαφορετικά στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ακόμα όμως και εάν απουσίαζε αυτή η ρητή πρόβλεψη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3126/2003, πάλι θα τύγχαναν εφαρμοστέες οι διατάξεις της κοινής δικονομίας διότι το άρθρο 86 του Συντάγματος δεν καθιερώνει την εξαίρεση των μελών της Κυβέρνησης από το δίκαιο γενικότερα αλλά απλώς μια διαδικασία αποκλίνουσα σε σχέση με την κοινή. Αλλά ούτε και θα μπορούσε να καθιερωθεί με το άρθρο 86 του Συντάγματος εξαίρεση των μελών της κυβέρνησης από την ποινική ευθύνη διότι θα ήταν ασύμβατο με το άρθρο 7 του Συντάγματος το οποίο καθιερώνει το ποινικό δίκαιο της πράξης κι όχι του φρονήματος ή του προσώπου. Δεν απομένει καμία αμφιβολία ότι, όπως σε κάθε ποινική υπόθεση, έτσι και στις υποθέσεις ποινικής ευθύνης μελών της κυβέρνησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του 43 παρ. 6 ΚΠΔ περί ανάσυρσης της αρχειοθετημένης δικογραφίας. Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν θα μπορούσε η ανυπαρξία ρητής πρόβλεψης στο άρθρο 86 του Συντάγματος περί υποβολής νέας πρότασης για την ίδια υπόθεση βασισμένης σε νέα περιστατικά, να ερμηνευτεί ως αποκλείουσα αυτήν διότι τότε θα θέσπιζε το ποινικώς ανεύθυνο και το ατιμώρητο, το οποίο προσκρούει στην αρχή της ισότητας και θα επανέφερε εκ πλαγίου την μεσαιωνική αρχή ότι "Ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται" [Basilicorum Lib. II, Tit. VI, (α')]. Τέτοια παραδοχή θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε Βασίλειο του 8ου αιώνα.

Ο σημαντικότερος προβληματισμός, σε περίπτωση αρχειοθέτησης και υποβολής νέας πρότασης βασισμένης σε νέα πραγματικά περιστατικά (αν όχι σε επαναξιολόγηση των αυτών περιστατικών που όπως προαναφέρθηκε, νομολογήθηκε εξίσου επιτρεπτέο σε ΔιάτΕισΕφΑθ 1/1992) μάλλον έγγειται στο ποιό θα είναι το όργανο το οποίο θα κληθεί να αποφανθεί. Κατά τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας, η τυχόν υποβολή νέου ένδικου βοηθήματος επί αρχειοθετημένης υπόθεσης, που δεν βασίζεται σε νέα περιστατικά, κηρύσσεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα [βλ. και Κονταξής Θρ. "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας" 1989, Τ1 σελ. 410]. Αναγκαίες προϋποθέσεις για να αχθεί ο Εισαγγελέας στην κήρυξη του ένδικου βοηθήματος ως απαράδεκτου είναι αφενός να την παραλάβει και αφετέρου να την αξιολογήσει. Φρονούμε ότι η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σε μια τέτοια περίπτωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υποβολή της νέας πρότασης δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη από το Προεδρείο της Βουλής αλλά ότι εισάγεται υποχρεωτικά στην Ολομέλεια, καθώς και ότι δεν έχει την αρμοδιότητα ο Πρόεδρος της Βουλής να αρνηθεί την παραλαβή της και την εισαγωγή της στην Ολομέλεια. 

Τέλος, καταθέτουμε και τον εξής προβληματισμό: Ο εισαγγελέας ο οποίος αρχειοθετεί την υπόθεση ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης, ελέγχεται για παράβαση καθήκοντος 259ΠΚ [Μαργαρίτης Μιχ. "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας" 2020, σελ. 139]. Θεωρούμε πως και χωράει έλεγχος και για κατάχρηση εξουσίας 239ΠΚ. Τυγχάνουν εφαρμοστέες αυτές οι διατάξεις εάν συμβεί κάτι ανάλογο στην υπόθεση των Τεμπών?

Πρόταση δίωξης του Καραμανλή & περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο

Εάν τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταθέσουν πρόταση δίωξης για τον Καραμανλή για το έγκλημα των Τεμπών και η πρόταση αυτή απορριφθεί τότε δεν μπορεί να κατατεθεί νέα πρόταση στο μέλλον, λόγω του περιορισμένου οιονεί δεδικασμένου. Για να γίνει δεκτή η πρόταση θα πρέπει να την υπερψηφίσει η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, κάτι που φαίνεται απίθανο.

Ακόμα και αν μετά από εκλογές αλλάξουν οι συσχετισμοί στην Βουλή και η ΝΔ χάσει την πλειοψηφία, η νέα πλειοψηφία δεν μπορεί να επαναφέρει την πρόταση άσκησης δίωξης κατά του Καραμανλή, έστω και εάν είναι βέβαιη η υπερψήφισή της. 

Δεν είναι, λοιπόν, απλό ζήτημα η κατάθεση πρότασης δίωξης κατά του Καραμανλή. Αν η πρόταση απορριφθεί από την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας η οποία έχει την πλειοψηφία στην Βουλή, τότε η συγκάλυψη θα έχει ολοκληρωθεί και δεν θα υπάρχει κανένα απολύτως περιθώριο να κατατεθεί νέα πρόταση στο μέλλον. 

Παρόμοια περίπτωση, ως προς το περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο, ήταν και η περίπτωση της αρχειοθέτησης της υπόθεσης του Άδωνι Γεωργιάδη. Η υπόθεσή του αρχειοθετήθηκε ύστερα από διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Δηλαδή, δεν κρίθηκε στην ουσία της και ως εκ τούτου δεν κρίθηκε το εάν είναι αθώος ή ένοχος. Η αρχειοθέτηση της υπόθεσής του παρήγαγε περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βγει η υπόθεση από το αρχείο και να είναι αδύνατη κάθε νέα δικαστική διερεύνηση παρά μόνο εάν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία. Διαβάστε περισσότερα για το θέμα στο άρθρο μας Με “ιδιαίτερη” δικονομία ΝΔ – ΚΙΝΑΛ η αρχειοθέτηση Γεωργιάδη.

Διαβάστε επίσης Τέμπη: Του κεφαλιού τους στον ΣΥΡΙΖΑ - Εξήγγειλαν προανακριτική επιτροπή χωρίς συνεννόηση με τους συγγενείς.

Παραγραφή - Αποσβεστική προθεσμία

Πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019, το άρθρο 86 του Συντάγματος προέβλεπε στην παράγραφο 3 ότι βουλή μπορούσε να ασκήσει την ποινική δίωξη κατά υπουργού μέχρι το πέρας της 2ης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. 

Βουλετική περίοδος είναι η "τετραετία" ενώ τακτική σύνοδος της Βουλής είναι εκείνη που συνέρχεται κάθε χρόνο τον Οκτώβριο (άρθρο 64 του Συντάγματος). Κάθε βουλευτική περίοδος (τετραετία) έχει 4 τακτικές συνόδους (εάν εξαντληθεί η τετραετία).

Εάν η συνταγματική διάταξη αυτή ήταν ακόμα σε ισχύ τότε, για τα αδικήματα που τέλεσε ο Χρήστος Σπίρτζης ως Υπουργός Μεταφορών κατά την βουλευτική περίοδο 2015-2019, θα μπορούσε να ασκηθεί ποινική δίωξη έως και το πέρας της 2ης τακτικής συνόδου της βουλευτικης περιόδου 2019-2013 ήτοι περίπου μέχρι το καλοκαίρι του 2021. 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι καταχρηστικά χρησιμοποιείται ο όρος παραγραφή για να περιγράψει αυτόν τον χρονικό περιορισμό που έθετε το άρθρο 86 του Συντάγματος για την κίνηση της διαδικασίας ποινικής δίωξης κατά μέλους της κυβέρνησης. 

Δεν πρόκειται περί παραγραφής της αξιόποινης πράξης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 111-113 του Ποινικού Κώδικα αλλά περί αποσβεστικής προθεσμίας δηλαδή περί προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί η Βουλή να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον μέλους της Κυβέρνησης. 

Με άλλα λόγια, η παρέλευση της προθεσμίας την οποία όριζε η παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν επέφερε την παραγραφή του εγκλήματος το οποίο διέπραξε ο Υπουργός αλλά απόσβεση της αρμοδιότητας της Βουλής να του ασκήσει ποινική δίωξη.

Αυτό καθίσταται σαφές και από τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο  Ν. 3961/2011 στο άρθρο 3 του νόμου περί ευθύνης υπουργών Ν. 3126/2003. Ειδικότερα, μετά τις τροποποιήσεις αυτές, το άρθρο 3 του Ν. 3126/2003 προβλέπει ότι οι αξιόποινες πράξεις μελών της Κυβέρνησης οι οποίες έγιναν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους παραγράφονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 111 και 112 του Ποινικού Κώδικα.

Δηλαδή, η παραγραφή των υπουργικών εγκλημάτων υπόκειται στις κοινές διατάξεις του ποινικού κώδικα σύμφωνα με τις οποίες παραγράφεται κάθε έγκλημα και ως εκ τούτου καθίσταται σαφές ότι η προθεσμία την οποία προέβλεπε το άρθρο 86 του Συντάγματος δεν αφορούσε σε παραγραφή.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019

Με την Συνταγματική αναθεώρηση του 2019, καταργήθηκε η διάταξη περί αποσβεστικής προθεσμίας από την παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος

Μπορείτε να βρείτε όλο το υλικό που αφορά στην συνταγματική αναθεώρηση του 2019 στο άρθρο μας Σύνταγμα 2019: Τα πρακτικά των συζητήσεων της Βουλής και των Επιτροπών.

Η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας ήταν μία από τις προτάσεις που έκανε η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ με την πρόταση αναθεώρησης την οποία κατέθεσε στις 02.11.2018. Αντίστοιχη πρόταση έκαναν και η ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ. 

Το εντυπωσιακό είναι ότι στον ΣΥΡΙΖΑ μάλλον αγνοούν ότι είχαν προτείνει την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας. Στις τηλεοπτικές συζητήσεις των τελευταίων ημερών, οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας διεκδικούν την πατρότητά της πρότασης και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιτείνουν ότι το είχε προτείνει το κόμμα τους. Μάλλον, στον ΣΥΡΙΖΑ το έχουν πιστέψει ότι ήταν ιδέα της Νέας Δημοκρατίας. 

Το Σύνταγμα του 2019 τέθηκε σε ισχύ με το Ψήφισμα της 25.11.2019 (ΦΕΚ Α 187/28.11.2019)

Διαβάστε Τέμπη - Ευθύνη Υπουργών: Ψευδείς ισχυρισμοί Βορίδη για την αναθεώρηση του Συντάγματος - Άφωνη η αντιπολίτευση

Update 28.03.2024: Η μή τροποποίηση του Ν. 3126/2003 μετά την συνταγματική αναθεώρηση

Προβληματισμοί εκφράζονται για το γεγονός ότι με την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης δεν τροποποίησε αντιστοίχως και το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 (Νόμος περί ευθύνης υπουργών) το οποίο εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να προβλέπει ότι:

2. Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν.

Θα μπορούσε κάποιος να εκφράσει τον εξής προβληματισμό: Μήπως, επειδή η διάταξη αυτή δεν έχει καταργηθεί ρητά από τον κοινό νομοθέτη, παραμένει σε ισχύ και εφαρμόζεται και στην περίπτωση Σπίρτζη - Καραμανλή? Μήπως, εάν λήξει και η 2η σύνοδος της βουλευτικής περιόδου 2023-2027, θα επέλθει εξάλειψη του αξιόποινου των τυχόν ποινικών ευθυνών του Καραμανλή? Ή μήπως η βραχύβια κοινοβουλευτική περίοδος μεταξύ των εκλογών Μαΐου - Ιουνίου 2023 επέφερε την εξάλειψη του αξιόποινου?

Το άρθρο 86 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει: 

1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.

Ο Ν. 3126/2003 είναι εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος και πρέπει να συμβαδίζει με την βούληση του Συντακτικού νομοθέτη, άλλως ελέγχεται δικαστικά για την συμβατότητά του με το Σύνταγμα. 

Κατά την άποψη η οποία υιοθετείται εδώ, η επίμαχη ρύθμιση του Ν. 3126/2003, κατά το σκέλος που αναφέρεται στην αποσβεστική προθεσμία, δεν είναι πρωτότυπη αλλά απλώς επαναλαμβάνει την σχετική συνταγματική διάταξη που ίσχυε μέχρι το 2019. Η επανάληψη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής κανόνας δικαίου αλλά ως παραπομπή στην συνταγματική διάταξη. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διάταξη η οποία έχει αυτοτέλεια εντός της έννομης τάξης και η οποία καθιερώνει το πραγματικό ενός κανόνα διότι το πραγματικο υπάρχει ήδη στην Συνταγματική διάταξη. 

Θα πρέπει δηλαδή το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 να ερμηνευθεί ως εάν είχε την εξής διατύπωση "Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με την παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας την οποία προβλέπει το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος", δηλαδή ως εάν περιελάμβανε απευθείας παραπομπή στην συνταγματική διάταξη. 

Το άρθρο 7 του ΝΔ 802/1972 περί ευθύνης υπουργών (νομοθέτημα της Χούντας) αναφέρονταν σε παραγραφή κι όχι σε αποσβεστική προθεσμία. Ομοίως, το Σύνταγμα του 1975 παρέπεμπε στον κοινό νόμο και δεν προέβλεπε αποσβεστική προθεσμία στο άρθρο 86. Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 115 παρ. 1 του Συντάγματος όριζε ότι μέχρι να εκδοθεί ο εκτελεστικός νόμος του άρθρου 86, θα εφαρμόζονταν οι διατάξεις του ΝΔ 802/1972, ο οποίος δεν έκανε λόγο για αποσβεστική προθεσμία αλλά για παραγραφή. 

Ο εκτελεστικός νόμος του άρθρου 86 του Συντάγματος του 1975 ήρθε 22 χρόνια μετά την θέση σε ισχύ του νέου συντάγματος, το 1997. Με τον Ν. 2509/1997 καταργήθηκε το (χουντικό) ΝΔ 802/1972 περί ευθύνης υπουργών. Όμως ούτε και ο Ν. 2509/1997 αναφέρονταν σε αποσβεστική προθεσμία παρά μόνο σε παραγραφή. 

Επομένως, από το 1975 μέχρι και το 2001, τόσο το Σύνταγμα όσο και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών (ΝΔ 802/1972Ν. 2509/1997) δεν προέβλεπαν διάταξη περί αποσβεστικής προθεσμίας. 

Με την αναθεώρηση του 2001 περιελήφθη στο άρθρο 86 του Συντάγματος για πρώτη φορά διάταξη περί αποσβεστικής προθεσμίας. Οι μέχρι τότε νόμοι περί ευθύνης υπουργών (ΝΔ 802/1972 και Ν. 2509/1997) έκαναν λόγο για παραγραφη κι όχι για αποσβεστική προθεσμία. 

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, στην συνεδρίαση της Ολομέλειας της Αναθεωρητικής Βουλής την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2001 (πρακτικά σελ. 12) είχε διακρίνει την παραγραφή από την αποσβεστική προθεσμία ως δύο ξεχωριστούς θεσμούς λέγοντας: 

"Ως προς την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία, είναι προφανές ότι τα θέματα της παραγραφής ρυθμίζονται από το ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ενώ η αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί τη δίωξη καθορίζεται χρονικά, σύμφωνα και με την πρόταση που είχε κάνει ο κ. Ιωάννης Κεφαλογιάννης στην Επιτροπή Αναθεώρησης, μέχρι και το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που έπεται της τέλεσης της πράξης".

Ο Ν. 3126/2003 περί ευθύνης υπουργών είναι μεταγενέστερος της αναθεώρησης του 2001 και αποτυπώνει την εκπεφραμένη βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 2001 ο οποίος με την τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος το 2001 έθεσε το πρώτον την διάταξη περί αποσβεστικής προθεσμίας ως διάταξη συνταγματικής περιοπής. Δεν μετέφερε κάποιο προηγούμενο καθεστώς του κοινού νόμου. Το αυτό επιβεβαιώνει και η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3126/2003 (σελ. 1) όπου αναφέρεται ότι "Με το παρόν σχέδιο νόμου επιδιώκεται η προσαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας για την ποινική ευθύνη των υπουργών (νόμος Ν. 2509/1997) προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής". 

Περαιτέρω, ρητά και ξεκάθαρα, η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3126/2003 (σελ. 1) καταφάσκει ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 είναι απλή επανάληψη της διάταξης του Σ86 κι όχι συνέχεια κάποιου προηγούμενου καθεστώτος το οποίο ίσχυε στον κοινό νόμο: "Στο άρθρο 3 του σχεδίου [..] και παράλληλα στην παράγραφο 2 επαναλαμβάνεται η κατά το άρθρο 66 παρ. 3 εδάφιο ε' του Συντάγματος αποσβεστική προθεσμία του προς την δίωξη των Υπουργών δικαιώματος της Βουλής". 

Το αυτό επανέλαβε και ο Προκόπης Παυλόπουλος (πρακτικά Ν. 3126/2003 18.02.2003 σελ. 43) ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι "Δεν κατάλαβα εγώ γιατί στο άρθρο 3, στην τελευταία παράγραφο, αντί να ακολουθήσουμε τη διατύπωση που προτείνεται, δεν ακολουθούμε την ίδια τη διατύπωση του ΣυντάγματοςΕίναι πολύ απλό. Αν την ακολουθήσουμε κατά λέξη, σας διαβεβαιώ ότι ούτε προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε κάτι.".

Επομένως, ουδέποτε είχε αυτοτέλεια έναντι του Συντάγματος η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 περί αποσβεστικής προθεσμίας. Ως εκ τούτου δεν μπορεί και μετά την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας από το άρθρο 86 με την αναθεώρηση του 2001 να θεωρηθεί ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 εξακολουθεί να έχει ισχύ. Η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας αναγκαστικά συμπαρασύρει και συγκαταργεί το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 διότι η τελευταία αυτή διάταξη ήταν απλή επανάληψη της συνταγματικής διάταξης η οποία όμως καταργήθηκε. Δεν χωρά αμφιβολία λοιπόν ότι από τις 25 Νοεμβρίου 2019 οπότε δημοσιεύτηκε το Ψήφισμα της 25.11.2019 (ΦΕΚ Α 187/28.11.2019) με το οποίο τέθηκαν σε ισχύ οι αναθεωρημένες διατάξεις του Συντάγματος, καταργήθηκε ταυτόχρονα και σιωπηρά και η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 σε ό,τι αφορούσε την αποσβεστική προθεσμία.

Εάν δεχόμασταν την αντίθετη άποψη τότε θα έπρεπε να θεωρηθεί για παράδειγμα ότι και το άρθρο 6 παρ. 2 του ΠΔ 26/2012 περί εκλογικής νομοθεσίας, το οποίο ορίζει ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική, είναι αυτοτελής κανόνας και όχι απλή επανάληψη του άρθρου 51 παρ. 5 του Συντάγματος. 

Αντιθέτως όμως, κατά το σκέλος που το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 αναφέρεται στην έννομη συνέπεια της παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας (εξάλειψη αξιόποινου), ήταν αυτοτελής κανόνας και μάλιστα ουσιαστικού ποινικού δικαίου. 

Εξάλλου, η βούληση του Συντακτικού νομοθέτη του 2019 ήταν η πλήρης κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας συνολικά από την έννομη τάξη και όχι η μεταφορά της από το Σύνταγμα στον κοινό νόμο. Η ερμηνεία της επίμαχης διάταξης του κοινού νόμου γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη όπως εύστοχα σημειώνει κι ο Βενιζέλος. Η βούληση λοιπόν του συντακτικού νομοθέτη δεν ήταν μόνο η πλήρης κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας αλλά και ο αποκλεισμός οποιασδήποτε κανονιστικής ευχέρειας στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει κατά βούληση τέτοια αποσβεστική προθεσμία.

3. Η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων συγκρότησε, λοιπόν, ένα απόθεμα ιστορικής ερμηνείας του Συντάγματος το οποίο αναλύεται στα εξής κατά βάση στοιχεία: 

α. Πρώτον, σε ρητές και πανηγυρικές δηλώσεις ερμηνείας του Συντάγματος, οι οποίες έχουν γίνει στην Αναθεωρητική Βουλή είτε ομοφώνως, είτε με ευρεία συναίνεση. Ο ερμηνευτής, για παράδειγμα, του νέου άρθρου 86 του Συντάγματος, για την ποινική ευθύνη των υπουργών, δεν μπορεί ούτε να το ερμηνεύσει, ούτε να το εφαρμόσει, εάν δεν ανατρέξει στα πρακτικά της Βουλής και αν δεν εντοπίσει τις ρητές δηλώσεις ερμηνείας, οι οποίες έχουν γίνει με τη συναίνεση πάντως της πλειοψηφίας και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ολόκληρα εδάφια, ολόκληρες παράγραφοι της πρότασης της Επιτροπής Αναθεώρησης διεγράφησαν στην Ολομέλεια για να διασφαλιστεί η λιτότητα, η ελλειπτικότητα και η οικονομία του συνολικού συνταγματικού κειμένου και κατεγράφησαν ως ρητές δηλώσεις ερμηνείας στα πρακτικά, επειδή θεωρήθηκαν αυτονόητες και ευρύτατα αποδεκτές. 

[Ευ. Βενιζέλος "Το αναθεωρημένο ελληνικό Σύνταγμα του 2001 και η επικαιρότητα του συνταγματικού φαινομένου"  2001]

Η ορθότερη, λοιπόν, ερμηνευτική προσέγγιση είναι πως η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003, και ως προς την έννομη συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί μη ισχύουσα ή/και σιωπηρώς καταργηθείσα από τον νεότερο νόμο δηλαδή από την νέα συνταγματική διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος. 

Σιωπηρή κατάργηση υπάρχει όταν από την έννοια του περιεχομένου του προκύπτει κατά τρόπο σαφή, ότι ο νεότερος αυτός νόμος έχει σκοπό την κατάργηση του προγενέστερου αντιθέτου προς αυτόν νόμου, όπως συμβαίνει όταν ο νεότερος νόμος ρυθμίζει το ίδιο θέμα κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση του παλαιότερου νόμου [βλ. ενδεικτικά και ΓνωμΕισΑπ 4/1999 στην οποία είχε δεχτεί ως μη ισχύουσες ποινικές διατάξεις του Ν.Δ. 794/1971 (δημόσιες συναθροίσεις) οι οποίες δεν είχαν καταργηθεί ρητά από τον κοινό νομοθέτη μετά την θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975 και ΑΠ 65/2016 ενδεικτικά περί σιωπηρής κατάργησης νόμου].

Τέτοια σιωπηρή κατάργηση ουσιαστικών ποινικών διατάξεων λόγω Συνταγματικής Αναθεώρησης έγινε για παράδειγμα με την σιωπηρή κατάργηση των διατάξεων των άρθρων 212-225 του ποινικού κώδικα του 1834 "περί αθέμιτων ενώσεων", λόγω των άρθρων 10 και 11 του Συντάγματος του 1911, τα οποία εισήγαγαν την σύσταση σωματείων χωρίς προηγούμενη άδεια της αρχής.

[Κων. Κωστής "Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος ποινικού νόμου" 1926, Τ1 σελ. 25 υποσ. 3] 

Ακόμα όμως κι δεν γίνει δεκτή η άποψη της σιωπηρής κατάργησης, η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 είναι ασύμβατη με το Σύνταγμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε με την αναθεώρηση του 2019 και ότι σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο ζήτημα ενώπιον της δικαστικής εξουσίας, θα πρέπει να μην την εφαρμόσει και να την κηρύξει αντισυνταγματική

Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε σε πολλαπλά ερμηνευτικά ζητήματα τα οποία θα άγγιζαν ακόμα και τον πυρήνα της ίδιας της αυξημένης ισχύος του Συντάγματος έναντι του κοινού νόμου. Θα έθιγε την ιεραρχική υπέροχη του Συντάγματος και θα το καθιστούσε απλώς primus inter pares.

Εάν γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 παραμένει σε ισχύ τότε αναγκαστικά γίνεται δεκτό και ότι ο νόμος μπορεί να ορίζει αντίθετα προς το Σύνταγμα. Μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αν ο κοινός νομοθέτης δεν καταργήσει ρητά την επίμαχη διάταξη του Ν. 3126/2003 τότε αυτή θα εξακολουθήσει να ισχύει ες αεί, έστω κι αν ο καταστατικός χάρτης της χώρας προβλέπει αλλιώς. 

Θα μπορούσε για παράδειγμα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, ακόμα και αν η κατάργηση της θανατικής ποινής απέκτησε συνταγματική περιοπή, εάν δεν είχε ήδη καταργηθεί από τον ποινικό κώδικα, θα εξακολουθούσε να ισχύει. 

Μπορεί όμως να οδηγήσει και σε ακόμα πιο παράλλογες ερμηνευτικές εκδοχές όπως ότι αφού μπορεί ο νόμος να ορίζει διαφορετικά από το Σύνταγμα, τότε μπορεί, ακόμα και τώρα, ο νομοθέτης να τον τροποποιήσει όχι προς κατάργηση της επίμαχης διάταξης αλλά προς καθιέρωση ακόμα συντομότερης αποσβεστικής προθεσμίας από αυτήν που προέβλεπε το παλιό άρθρο 86 του Συντάγματος πχ να προβλέπει ετήσια εξάλειψη του αξιόποινου.

Update 04.03.2025: Μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι είναι πρόδηλο πως η διάταξη του άρθρου 86 παρ 3 του Συντάγματος είναι επαρκώς ορισμένη ώστε να τυγχάνει άμεσης εφαρμογής, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η έκδοση ή η τροποποίηση σχετικού εκτελεστικού νόμου. Η παραδοχή αυτή είναι αυτονόητη λογική προϋπόθεση της άποψης μας ότι έχει επέλθει σιωπηρή κατάργηση της επίμαχης διάταξης του άρθρου 3 παρ 2 του Ν. 3126/2003 με την αναθεώρηση του άρθρου 86 παρ 3 του Συντάγματος. 

Από την άλλη, το ότι δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής ισχύος του κοινού νόμου, βασίζεται περισσότερο στο ότι το άρθρο 86 παρ 3 του Συντάγματος δεν είναι διάταξη ουσιαστικού ποινικού δικαίου κι όχι τόσο στο ότι η αναδρομικότητα αφορά μόνο σε νόμους ίσης τυπικής ισχύος. Πράγματι, υπό αυτή την ερμηνευτική εκδοχή, δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής ισχύος μεταξύ Συντάγματος και κοινού νόμου διότι "διαφορετικά αντιστρέφεται η ιεραρχία των κανόνων δικαίου που ισχύει και για τους ποινικούς νόμους, οι οποίοι δεν μπορούν να διεκδικούν τυπική υπεροχή έναντι του Συντάγματος όταν περιέχουν ευμενέστερη διάταξη έναντι αυτής του Συντάγματος"*. 

[*Βλ. Χαρ. Τσιλιώτης, "Η κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 παρ. 3 υπερισχύει της αντίθετης ρύθμισης του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003", 21.02.2025 σε dikastiko.gr]

Ωστόσο, η ίδια ερμηνευτική εκδοχή θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δύναται να τεθεί ζήτημα αναδρομικής ισχύος μεταξύ της προηγούμενης και της ισχύουσας μορφής του άρθρου 86 παρ 3 του Συντάγματος διότι πρόκειται για διατάξεις που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο τυπικής ισχύος. Δύσκολα όμως μπορεί να γίνει δεκτή τέτοια εκδοχή, η οποία θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι για πράξεις που διαπράχθηκαν πριν την θέση σε ισχύ της αναθεωρημένης διάταξης του Σ86, εφαρμόζεται ως ευμενέστερη η προηγούμενη εκδοχή της, η οποία προέβλεπε την αποσβεστικη προθεσμία. Η πρόβλεψη αποσβεστικής προθεσμίας, μόνη αυτή, δεν καθιστά μία διάταξη άνευ ετέρου ως διάταξη ουσιαστικού ποινικού δικαίου για να τεθεί αυτομάτως στον κανόνα της απαγόρευσης της αναδρομικής ισχύος. Εξάλλου, όπως αναφέρεται και παρακάτω, πρόκειται για lex imperfecta που δεν συνδέεται με ποινική έννομη συνέπεια. Η διάταξη του Σ86 παρ 3 δεν προέβλεπε ποινική έννομη συνέπεια σε περίπτωση συμπλήρωσης του χρόνου της αποσβεστικής προθεσμίας αλλά αυτή (εξάλειψη αξιόποινου) τέθηκε το πρώτον με τον Ν. 3126/2003. Αυτήν την "λεπτομέρεια" της εξάλειψης του αξιόποινου, την οποία δεν την προέβλεπε το Σύνταγμα, την είχε επισημάνει η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη στην συζήτηση του Ν. 3126/2003 και είχε χαρακτηρίσει την επίμαχη διάταξη του νόμου περί ευθύνης υπουργών ως "κρυπτοπαραγραφή". Πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία της αρμοδιότητας της Βουλής να κινήσει την ποινική δίωξη κι όχι περί αποσβεστικής προθεσμίας του αξιόποινου. Δεν τίθεται, λοιπόν, ζήτημα αναδρομικής ισχύος μεταξύ των δύο εκδοχών του Σ86 παρ 3, διότι δεν είναι διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ο φραγμός στο να ανατρέξει η Βουλή σε πράξεις πριν την θέση σε ισχύ της αναθεωρημένης διάταξης του Σ86 παρ 3 δεν θεμελιώνεται στο ότι η προηγούμενη εκδοχή της ήταν ευμενέστερη αλλά στο ότι επήλθε για τις πράξεις αυτές η έννομη συνέπεια του άρθρου 3 παρ 2 του Ν. 3126/2003 ήτοι επειδή επήλθε η εξάλειψη του αξιόποινου το οποίο δεν μπορεί να αναβιώσει. Για όσες πράξεις όμως, κατά την δημοσίευση του Ψηφίσματος θέσης σε ισχύ των αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, δεν είχε επέλθει η εξάλειψη του αξιόποινου, ουδεμία παραγραφή έχει επέλθει και μπορούν να διωχθούν. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, για τις ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του ΣπίρτζηΤέλος update 04.03.2025

Update 03.02.2025: Επειδή μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2019 (με την οποία απαλείφθηκε από το άρθρο 86 του Συντάγματος η σύντομη αποσβεστική προθεσμία για την ποινική δίωξη κατά υπουργών) δεν έχει τροποποιηθεί αναλόγως ο Ν. 3126/2003, σε δημοσίευμα της, την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025, η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, αναφέρει ότι τα τυχόν ποινικά αδικήματα μελών της κυβέρνησης θα δικαστούν με εφαρμογή των διατάξεων που ίσχυαν πριν από την αναθεώρηση ήτοι ότι υποπίπτουν σε συντομότερη παραγραφή. 

Το επιχείρημα που επικαλείται η εφημερίδα είναι ότι μπορεί μεν να άλλαξε το Σύνταγμα αλλά επειδή "η κυβέρνηση δεν έχει μεριμνήσει να ψηφίσει τον εκτελεστικό νόμο που θα θέσει σε εφαρμογή την συνταγματική διάταξη", θα υπάρξει σύγκρουση και θα υπερισχύσει ο νόμος ως επιεικέστερος. 

Η ερμηνεία αυτή δεν ευσταθεί και δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο ισχύον συνταγματικό και ποινικό θεσμικό πλαίσιο. 

Αρχικά, δεν απαιτείται η έκδοση εκτελεστικού νόμου ο οποίος "θα θέσει σε εφαρμογή" την νέα διατύπωση του άρθρου 86 του Συντάγματος, όπως επικαλείται το δημοσίευμα. Η ίδια η συνταγματική διάταξη δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση αλλά ούτε και αναφέρει ότι η αναθεωρημένη διάταξη παραμένει ανενεργή μέχρι την έκδοση νέου εκτελεστικού νόμου. Είναι διάταξη άμεσης ισχύος και δεν τελεί υπό την αίρεση έκδοσης εκτελεστικού νόμου. 

Επιπλέον, εκτελεστικός νόμος του άρθρου 86 του Συντάγματος υπάρχει ήδη και είναι ο Ν. 3126/2003. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός του δημοσιεύματος ότι απαιτείται έκδοση εκτελεστικού νόμου. Ο νόμος υπάρχει ήδη. 

Όπως ήδη αναλύεται παραπάνω, η διάταξη του Ν. 3126/2003 στην οποία αναφέρεται το δημοσίευμα, δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της συνταγματικής διάταξης ώστε να θεωρηθεί πως στέκει αυθύπαρκτη στην έννομη τάξη και ότι εξακολουθεί να ισχύει σε περίπτωση κατάργησης του Συνταγματικού κανόνα. Πολλώ δε μάλλον, δεν αποτελεί συνέχεια κάποιου προηγούμενου νομικού καθεστώτος το οποίο προϋπήρχε και τάχα εξακολουθεί απλώς να ισχύει. Αυτό θα οδηγούσε σε παράλογα συμπεράσματα όπως ότι η θανατική ποινή εξακολουθεί να ισχύει, έστω κι αν καταργήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 του Συντάγματος μόνο και μόνο επειδή εξακολουθεί η θανατική ποινή να αναφέρεται σε κάποιους νόμους οι οποίοι δεν έχουν καταργηθεί ρητά από τον νομοθέτη.  

Ένα ακόμα επιχείρημα που επικαλείται το δημοσίευμα είναι ότι τάχα εξακολουθεί να ισχύει η αποσβεστική προθεσμία του Ν. 3126/2003 ως δήθεν ευμενέστερος ποινικός νόμος. Πράγματι, κατά το άρθρο 7 του Συντάγματος και το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, εάν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι που ρυθμίζουν το ίδιο θέμα, εφαρμόζεται η διάταξη που οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.

Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για να εφαρμοστούν οι διατάξεις οποιουδήποτε νόμου είναι να συμφωνούν με το Σύνταγμα. Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος οφείλει να είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα κι όχι το ανάποδο (Σ87 παρ. 2, Σ94 παρ. 4). Το δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ επικαλείται ότι ισχύει το ακριβώς ανάποδο δηλαδή ότι σε σύγκρουση νόμου και Συντάγματος επικρατεί ο νόμος. Κάτι τέτοιο όμως προφανώς δεν ισχύει. Κατά το μερος που ο Ν. 3126/2003 είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα, δεν μπορεί να εφαρμοστεί και να αναπτύξει έννομα αποτελέσματα. Είναι απίθανο να βρεθεί δικαστής ο οποίος θα επικαλεστεί ότι ο νόμος υπερισχύει του Συντάγματος

Ακόμα όμως κι αν ήθελε γίνει αποδεκτή η ερμηνεία ότι μπορεί να εφαρμοστεί νόμος ο οποίος είναι αντίθετος με το Σύνταγμα, η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου αφορά σε ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Τόσο το άρθρο 86 του Συντάγματος όσο και ο εκτελεστικός νόμος Ν. 3126/2003, στο σκέλος που αφορούν στην αποσβεστική προθεσμία, δεν είναι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις αλλά εξωποινικές και ως εκ τούτου δεν καταλαμβάνονται από την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου ποινικού νόμου. Κατά την άποψη που υποστηρίζεται εδώ, το άρθρο 86 του Συντάγματος, στο σκέλος που αφορούσε στην αποσβεστική προθεσμία δεν είναι ούτε ποινική δικονομική διάταξη. Είναι αποκλειστικά εξωποινική. 

Το Σ86, όσο προέβλεπε την αποσβεστική προθεσμία ήταν lex imperfecta και δεν όριζε ορισμένη έννομη συνέπεια σε περίπτωση παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας. Η έννομη συνέπεια προβλέπονταν από τον εκτελεστικό νόμο Ν. 3126/2003 (εξάλειψη του αξιόποινου). 

Η χρήση όρων στο άρθρο 86 του Συντάγματος οι οποίοι τεχνικά παραπέμπουν στο ποινικό δίκαιο δεν καθιστούν την εν λόγω συνταγματική διάταξη ως ποινική διάταξη, πολλώ δε μάλλον ως ουσιαστική ποινική διάταξη.

Εξάλλου, όπως ορθά επισημαίνει και ο Βενιζέλος για το άρθρο 86 του Συντάγματος:

"Οι όροι του ουσιαστικού και ιδίως του δικονομικού ποινικού δικαίου χρησιμοποιούνται ως τεχνικοί όροι που εναρμονίζονται με τους αντίστοιχους όρους της κοινής νομοθεσίας, αλλά δεν ταυτίζονται μ' αυτούς.  Οι διατάξεις του άρθρου 86 - όπως και όλες οι συνταγματικές διατάξεις - δεν πρέπει να θεωρούνται εκτεθειμένες σε μια "σύμφωνη με τον νόμο" ερμηνεία του Συντάγματος που ανατρέπει την ιεραρχία των κανόνων δικαίου και υποβαθμίζει, κατ' αποτέλεσμα, τη νομική σημασία του Συντάγματος. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στις  περιπτώσεις εκείνες που μεταβάλλονται θεσμοί ή χρήσεις νομικών όρων στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας"

[Ευ. Βενιζέλος "Επιστροφή της πολιτικής;" 1993 σελ. 151]

Ακόμα όμως κι αν θεωρηθεί δικονομική διάταξη, αφενός θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα δικονομικό εμπόδιο στο δικαίωμα της Βουλής να ασκεί ποινική δίωξη κι όχι "ειδική παραγραφή" ή άλλος κανόνας (ουσιαστικού) ποινικού δικαίου πχ ως το αντίστοιχο της έγκλησης και αφετέρου ότι ως δικονομικός νόμος δεν εφαρμόζονται σε αυτόν οι διατάξεις περί αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου. 

Η ορθότερη άποψη για την αποσβεστική προθεσμία είναι εκείνη την οποία είχε εκφράσει η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη στην Ολομέλεια της Βουλής την 18η Φεβρουαρίου 2003 κατά την συζήτηση του Ν. 3126/2003 (πρακτικά σελ. 25-26). Η Μπενάκη είχε επισημάνει έγκαιρα ότι η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν προέβλεπε την έννομη που θεσμοθέτησε ο κοινός νομοθέτης με τον Ν. 3126/2003. Το ότι η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας έχει ως έννομη συνέπεια την εξάλειψη του αξιόποινου, δηλαδή την ίδια συνέπεια με την παραγραφή, την έθεσε το πρώτον το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003. Το Σύνταγμα δεν ορίζει (ουσιαστική ποινική) έννομη συνέπεια και δη την εξάλειψη του αξιόποινου. Ως εκ τούτου, η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος που αφορούσε στην αποσβεστική προθεσμία ΔΕΝ ήταν ουσιαστική ποινική διάταξη όπως ελαφρά τη καρδία επικαλούνται κάποιοι βουλευτές. Η Μπενάκη είχε υποστηρίξει ότι η πρόβλεψη της εξάλειψης του αξιόποινου στην παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003 ως έννομης συνέπειας σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας εισάγει κρυπτοπαραγραφή που συμπαρασύρει και τους συμμετόχους ενώ το ορθό είναι πως η συνταγματική διάταξη αφορούσε σε εξάλειψη της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκήσει την ποινική δίωξη

Το ίδιο σκεπτικό είχε εκφράσει και ο Προκόπης Παυλόπουλος (πρακτικά σελ. 43) ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι "Θεωρώ λάθος, κύριε Υπουργέ, την εμμονή στο θέμα της εξάλειψης του αξιοποίνου. Το όλο ζήτημα είναι ότι επέλεξε ο συντακτικός νομοθέτης –αναθεωρητικός στην περίπτωση αυτή, γιατί μιλάμε για την αναθεωρημένη μορφή του άρθρου 86- την έννοια της αποσβεστικής προθεσμίας. Όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αποσβεστική προθεσμία. Σοφά, κατά την εκτίμησή μου, το Σύνταγμα επέλεξε να μιλήσει για την αποσβεστική προθεσμία εντός της οποίας η Βουλή ασκεί την αρμοδιότητά της. Δεν ασκεί το δικαίωμά της, γιατί δεν πρόκειται περί δικαιώματος. Περί αρμοδιότητος πρόκειται. Δεν κατάλαβα εγώ γιατί στο άρθρο 3, στην τελευταία παράγραφο, αντί να ακολουθήσουμε τη διατύπωση που προτείνεται, δεν ακολουθούμε την ίδια τη διατύπωση του ΣυντάγματοςΕίναι πολύ απλό. Αν την ακολουθήσουμε κατά λέξη, σας διαβεβαιώ ότι ούτε προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε κάτι. Αντιθέτως, αν ακολουθήσουμε την έννοια της εξάλειψης του αξιοποίνου, δημιουργούνται οι εντυπώσεις, που τόσοι συνάδελφοι και, κυρίως, η κ. Μπενάκη εξέθεσαν. Και που θεωρώ ότι δογματικά υπάρχει σημαντικό πρόβλημα. [..] Ακολουθήστε, λοιπόν, τη διατύπωση, την οποία έχει το άρθρο του Συντάγματος, μιλώντας για την προθεσμία μέσα στην οποία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της η Βουλή σε ό,τι αφορά την άσκηση δίωξης".

Update 07.02.2025: Την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025, με πρωτοβουλία του Βουλευτή του Κινήματος Δημοκρατίας (Κασσελάκης) Αλέξανδου Αυλωνίτη, κατατέθηκε βουλευτική τροπολογία στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού με τίτλο «Ρυθμίσεις για την ενίσχυση του Ερασιτεχνικού και του Επαγγελματικού Αθλητισμού» για την εισαγωγή ερνηνευτικής διάταξης σύμφωνα με την οποία "Αυθεντική ερμηνεία του ειδικού λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων των Υπουργών: Η αληθής έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003 (ΦΕΚ Α΄66), κατ’ αυθεντική ερμηνεία είναι ότι έχει καταργηθεί από το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε και αναθεωρήθηκε από το Ψήφισμα της 29ης Νοεμβρίου 2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.".

Η τροποπολογία αυτή κινείται στην σωστή κατεύθυνση. Εκφράζεται ωστόσο ο εξής προβληματισμός. Το σύνταγμα είναι στην κορυφή της ιεραρχίας της έννομης τάξης και δεν είναι primus inter pares με τον κοινό νόμο. Η θέσπιση τέτοιας ερμηνευτικής διάταξης είναι μεν υπέρ της ασφάλειας δικαίου, υπονοεί όμως ότι η διαπίστωση της κατάργησης διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής απαιτεί την έκδοση τέτοιας διάταξης και στον βαθμό αυτό υπονομεύει την υπεροχή του Συντάγματος έναντι του κοινού νόμου. Όμως, επειδή αφορά σε εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα, καλό είναι να μην αφήνονται τα πράγματα στην τύχη ή στην απίθανη περίπτωση να βρεθούν δικαστές οι οποίοι δεν θα είχαν πρόβλημα να θυσιάσουν το επιστημονικό τους κύρος, κι ως εκ τούτου κρίνεται ορθή και επιβεβλημένη η υπερψήφισή της. 

Η τροπολογία δεν εισήχθη προς συζήτηση κι ως εκ τούτου δεν ψηφίστηκε.

Δεν έχουν παραγραφεί τυχόν αδικήματα του Σπίρτζη

Τα στελέχη της ΝΔ διακινούν την άποψη ότι ο Σπίρτζης, ο οποίος επιζητά την εκκίνηση της διαδικασίας ποινικής δίωξης από την Βουλή κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, το κάνει εκ του ασφαλούς διότι έχουν παραγραφεί τυχόν αδικήματα που διέπραξε με την ιδιότητα του Υπουργού Μεταφορών.

Τα στελέχη της ΝΔ δεν έχουν εξηγήσει επαρκώς σε ποια επιστημονικά επιχειρήματα στηρίζουν αυτήν την άποψη. Πιθανολογούμε ότι δύο είναι οι πιθανότερες εκδοχές. 

1η εκδοχή: Αφορά πλημμέλημα - Δεν προκύπτει παραγραφή

Κατά την 1η εκδοχή, ο Σπίρτζης έχει διαπράξει πλημμελήματα κι ως εκ τούτου έχει παρέλθει η πενταετής παραγραφή των πράξεων, κατά το άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα. Πιθανολογούμε ότι σχετίζεται με την περιβόητη σύμβαση 717 και αφορά στην τέλεση του πλημμελήματος της παράβασης καθήκοντος (259ΠΚ) με παράλειψη.

Ο Σπίρτζης διετέλεσε Υπουργός Μεταφορών μέχρι και την 9η Ιουλίου 2019 (ΦΕΚ Α  120/09.07.2019)

Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Ποινικού Κώδικα, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Κατά το άρθρο 17 ΠΚ, ως χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος, κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο χρόνος τέλεσης των γνησίων εγκλημάτων παράλειψης, δηλαδή εκείνων που αντιφάσκουν σε επιτακτικό κανόνα δικαίου μπορεί να είναι χρονικό διάστημα εκτεινόμενο μέχρι το χρονικό σημείο που ο υπαίτιος όφειλε να είχε ενεργήσει. Έτσι, στο πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος, όταν αυτό τελείται με παράλειψη, ο χρόνος τέλεσης εκτείνεται μέχρι το απώτατο σημείο του χρονικού διαστήματος που ο υπάλληλος όφειλε να είχε ενεργήσει, δηλαδή μέχρι το σημείο που έπαυσε η υποχρέωσή του (ενδεικτικά ΑΠ 541/2017).

Συνεπώς, ο Σπίρτζης, μέχρι και την 9η Ιουλίου 2019 όφειλε να ενεργήσει και έκτοτε έπαυσε η υποχρέωσή του επειδή έπαυσε να είναι υπουργός. Η παραγραφή θα επέλθει 5 έτη μετά την 9η Ιουλίου 2019 ήτοι τον Ιούλιο του 2024. Επομένως, με την εκδοχή αυτή, δεν προκύπτει παραγραφή των πλημμελημάτων του.

2η εκδοχή: Ως παραγραφή εννοούν την αποσβεστική προθεσμία

Η 2η εκδοχή, βασίζεται στην αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής του ποινικού νόμου όταν αυτός είναι εις βάρος του κατηγορουμένου. 

Η άποψη αυτή μάλλον προτείνει το επιχείρημα ότι η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας με την αναθεώρηση του Συντάγματος, έγινε το 2019 δηλαδή μετά την (ενδεχόμενη) τέλεση των ποινικών αδικημάτων από τον Σπίρτζη και ως εκ τούτου δεν τον "πιάνουν" οι νέες ρυθμίσεις του Συντάγματος διότι δεν είναι ευμενέστερες γι' αυτόν.

Η θέση την οποία εκθέτουμε εδώ για την 2η εκδοχή, υιοθετεί την άποψη ότι η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν ήταν θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου αλλά εξωποινικός κανόνας και ως εκ τούτου δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις για την απαγόρευση αναδρομικής ισχύος ουσιαστικής ποινικής διάταξης

Η αποσβεστική προθεσμία ήταν απλώς ένας όρος στο διαμορφωμένο προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, το οποίο, ως προστατευτικό πλαίσιο, δεν είναι κανόνας ουσιαστικού ποινικού δικαίου αφού δεν τυποποιεί αξιόποινη συμπεριφορά, δεν θέτει κανόνες άρσης αδίκου ή καταλογισμού ούτε και ορίζει έννομες συνέπειες. Επομένως, αφού δεν είναι κανόνας ουσιαστικού ποινικού δικαίου, δεν υπόκειται στην απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος και ως εκ τούτου δεν έχει επέλθει παραγραφή των τυχόν αδικημάτων του Σπίρτζη

Η προθεσμία του άρθου 86 παρ. 3 του Συντάγματος συνιστά απλή προθεσμία άσκησης της αρμοδιότητας της Βουλής να κινήσει την ποινική δίωξη και είναι ένας ακόμα όρος στο προστατευτικό πλαίσιο το οποίο δημιουργεί το άρθρο 86. Ως όρος προστατευτικού πλαισίου δεν μπορεί να αναχθεί σε θεσμό ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Μάλιστα, η έννομη συνέπεια της παραβίασης της προθεσμίας αυτής (εξάλειψη αξιόποινου) δεν ρυθμίζεται και δεν ορίζεται από την ίδια την συνταγματική διάταξη αλλά από τον κοινό νόμο (Ν. 3126/2003). Άρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Σ86 είναι τάχα διάταξη η οποία ρυθμίζει έννομη (ποινική) συνέπεια και ότι ως εκ τούτου είναι και διάταξη ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Τυχόν παραβίαση της διάταξης αυτής ή τυχόν θέσπιση μιας contra πρόβλεψης στον εκτελεστικό νόμου (πχ εάν προέβλεπε ο Ν.3126/2003 αποσβεστική προθεσμία μικρότερη του Σ86) δεν συνιστά παραβίαση ποινικού δικαίου αλλά παραβίαση του Συντάγματος.

Η ορθότερη άποψη για την αποσβεστική προθεσμία είναι εκείνη την οποία είχε εκφράσει η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη στην Ολομέλεια της Βουλής την 18η Φεβρουαρίου 2003 κατά την συζήτηση του Ν. 3126/2003 (πρακτικά σελ. 25-26). Η Μπενάκη είχε επισημάνει έγκαιρα ότι η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν προέβλεπε την έννομη που θεσμοθέτησε ο κοινός νομοθέτης με τον Ν. 3126/2003. Το ότι η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας έχει ως έννομη συνέπεια την εξάλειψη του αξιόποινου, δηλαδή την ίδια συνέπεια με την παραγραφή, την έθεσε το πρώτον το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003. Το Σύνταγμα δεν ορίζει (ουσιαστική ποινική) έννομη συνέπεια και δη την εξάλειψη του αξιόποινου. Ως εκ τούτου, η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος που αφορούσε στην αποσβεστική προθεσμία ΔΕΝ ήταν ουσιαστική ποινική διάταξη όπως ελαφρά τη καρδία επικαλούνται κάποιοι βουλευτές. Η Μπενάκη είχε υποστηρίξει ότι η πρόβλεψη της εξάλειψης του αξιόποινου στην παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003 ως έννομης συνέπειας σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας εισάγει κρυπτοπαραγραφή που συμπαρασύρει και τους συμμετόχους ενώ το ορθό είναι πως η συνταγματική διάταξη αφορούσε σε εξάλειψη της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκήσει την ποινική δίωξη

Το ίδιο σκεπτικό είχε εκφράσει και ο Προκόπης Παυλόπουλος (πρακτικά σελ. 43) ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι "Θεωρώ λάθος, κύριε Υπουργέ, την εμμονή στο θέμα της εξάλειψης του αξιοποίνου. Το όλο ζήτημα είναι ότι επέλεξε ο συντακτικός νομοθέτης –αναθεωρητικός στην περίπτωση αυτή, γιατί μιλάμε για την αναθεωρημένη μορφή του άρθρου 86- την έννοια της αποσβεστικής προθεσμίας. Όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αποσβεστική προθεσμία. Σοφά, κατά την εκτίμησή μου, το Σύνταγμα επέλεξε να μιλήσει για την αποσβεστική προθεσμία εντός της οποίας η Βουλή ασκεί την αρμοδιότητά της. Δεν ασκεί το δικαίωμά της, γιατί δεν πρόκειται περί δικαιώματος. Περί αρμοδιότητος πρόκειται. Δεν κατάλαβα εγώ γιατί στο άρθρο 3, στην τελευταία παράγραφο, αντί να ακολουθήσουμε τη διατύπωση που προτείνεται, δεν ακολουθούμε την ίδια τη διατύπωση του ΣυντάγματοςΕίναι πολύ απλό. Αν την ακολουθήσουμε κατά λέξη, σας διαβεβαιώ ότι ούτε προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε κάτι. Αντιθέτως, αν ακολουθήσουμε την έννοια της εξάλειψης του αξιοποίνου, δημιουργούνται οι εντυπώσεις, που τόσοι συνάδελφοι και, κυρίως, η κ. Μπενάκη εξέθεσαν. Και που θεωρώ ότι δογματικά υπάρχει σημαντικό πρόβλημα. [..] Ακολουθήστε, λοιπόν, τη διατύπωση, την οποία έχει το άρθρο του Συντάγματος, μιλώντας για την προθεσμία μέσα στην οποία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της η Βουλή σε ό,τι αφορά την άσκηση δίωξης".

Εξάλλου, ο Ν. 3126/2003 (ο οποίος, σε αντίθεση με το Σ86, είναι και ουσιαστικός ποινικός νόμος) θα μπορούσε να προβλέπει άλλη έννομη συνέπεια για την παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας (πχ αντί για εξάλειψη του αξιόποινου να προέβλεπε το απαράδεκτο της ποινικής δίωξης ή να θεωρείται η δίωξη ως μηδέποτε ασκηθεία κατ' αντιστοιχία του 79ΚΠΔ) και παρόλα αυτά να είναι συμβατός με το Σ86 διότι αυτό δεν ορίζει τίποτα για το ποια πρέπει να έννομη συνέπεια σε περίπτωση παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας. 

Η αποσβεστική προθεσμία του Σ86 τέθηκε ως όρος για να εμποδίσει τυχόν άσκηση ποινικής δίωξης (προστατευτικό πλαίσιο) χωρίς να ενδιαφέρεται ταυτόχρονα για την θέσπιση επώνυμης έννομης συνέπειας σε περίπτωση παρέλευσής της. Εξάλλου, οποιαδήποτε παραβίαση της αποσβεστικής προθεσμίας θα αντιμετωπίζονταν όπως κάθε παραβίαση Συντάγματικής διατάξεως χωρίς να χρειάζεται ταυτόχρονα να αναχθεί και σε παραβίαση ουσιαστικού ή δικονομικού ποινικού κανόνα

Η αποσβεστική προθεσμία δεν ταυτίζεται με την παραγραφή 

Ακόμα και ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 του Συντάγματος ταυτίζεται με τον θεσμό της παραγραφής, ο οποίος είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου.

Από την διάταξη του άρθρου 7 του Συντάγματος και τα άρθρα 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, προκύπτει ότι ο ουσιαστικός ποινικός νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ όταν είναι εις βάρος του κατηγορουμένου (αντιθ. για Σ7 σε ΑΠ 792/2023, 1033/1998, 704/1997). Τέτοιες περιπτώσεις είναι ενδεικτικά όταν ο νεότερος νόμος θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο καθώς όταν μετατρέπει το έγκλημα από κατ' έγκληση σε αυτεπαγγέλτως διωκόμενο διότι η έγκληση είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου (ενδεικτικά ΑΠ 734/2021). Αντιθέτως, ο νεότερος νόμος έχει αναδρομική ισχύ όταν είναι υπέρ του κατηγορουμένου όπως για παράδειγμα όταν καταλύει ή μειώνει το αξιόποινο. 

Η παραγραφή της αξιόποινης πράξης είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου που προβλέπεται στα άρθρα 111-113 του Ποινικού Κώδικα και ο οποίος καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις περί απαγόρευσης της αναδρομικής ισχύος.

Η αποσβεστική προθεσμία την οποία προέβλεπε η παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν ταυτίζεται με τον θεσμό της παραγραφής της αξιόποινης πράξης. Δεν είναι το ίδιο πράγμα, έστω κι αν επικράτησε τα προηγούμενα χρόνια να αποκαλείται καταχρηστικά "παραγραφή".

Τούτο προκύπτει χωρίς καμια αμφιβολία και απο το άρθρο 3 του Ν. 3126/2003 το οποίο κάνει σαφή και ρητό διαχωρισμό της παραγραφής από την αποσβεστική προθεσμία. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι οι αξιόποινες πράξεις μελών της Κυβέρνησης παραγράφονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Όσα ισχύουν στον Ποινικό Κώδικα για την παραγραφή οποιουδήποτε αδικήματος, ισχύουν και για τα υπουργικά αδικήματα. 

Γίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρο από την διατύπωση του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003 ότι ο νομοθέτης δεν υπολαμβάνει την αποσβεστική προθεσμία ως ταυτόσημη έννοια με την παραγραφή. Είναι απολύτως σαφές ότι γίνεται αποδεκτό από την ίδια την νομοθεσία ότι η παραγραφή είναι ξεχωριστός θεσμός από την αποσβεστική προθεσμία. 

Επομένως, κατά την άποψη που υιοθετούμε, η προηγούμενη διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί διάταξη ουσιαστικού ποινικού δικαίου ως διάταξη η οποία ρυθμίζει ζητήματα παραγραφής, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ευμενέστερη και έχουσα αναδρομική ισχύ.

Η ορθότερη άποψη για την αποσβεστική προθεσμία είναι εκείνη την οποία είχε εκφράσει η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη στην Ολομέλεια της Βουλής την 18η Φεβρουαρίου 2003 κατά την συζήτηση του Ν. 3126/2003 (πρακτικά σελ. 25-26). Η Μπενάκη είχε επισημάνει έγκαιρα ότι η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν προέβλεπε την έννομη που θεσμοθέτησε ο κοινός νομοθέτης με τον Ν. 3126/2003. Το ότι η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας έχει ως έννομη συνέπεια την εξάλειψη του αξιόποινου, δηλαδή την ίδια συνέπεια με την παραγραφή, την έθεσε το πρώτον το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003. Το Σύνταγμα δεν ορίζει (ουσιαστική ποινική) έννομη συνέπεια και δη την εξάλειψη του αξιόποινου. Ως εκ τούτου, η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος που αφορούσε στην αποσβεστική προθεσμία ΔΕΝ ήταν ουσιαστική ποινική διάταξη όπως ελαφρά τη καρδία επικαλούνται κάποιοι βουλευτές. Η Μπενάκη είχε υποστηρίξει ότι η πρόβλεψη της εξάλειψης του αξιόποινου στην παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003 ως έννομης συνέπειας σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας εισάγει κρυπτοπαραγραφή που συμπαρασύρει και τους συμμετόχους ενώ το ορθό είναι πως η συνταγματική διάταξη αφορούσε σε εξάλειψη της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκήσει την ποινική δίωξη

Το ίδιο σκεπτικό είχε εκφράσει και ο Προκόπης Παυλόπουλος (πρακτικά σελ. 43) ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι "Θεωρώ λάθος, κύριε Υπουργέ, την εμμονή στο θέμα της εξάλειψης του αξιοποίνου. Το όλο ζήτημα είναι ότι επέλεξε ο συντακτικός νομοθέτης –αναθεωρητικός στην περίπτωση αυτή, γιατί μιλάμε για την αναθεωρημένη μορφή του άρθρου 86- την έννοια της αποσβεστικής προθεσμίας. Όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αποσβεστική προθεσμία. Σοφά, κατά την εκτίμησή μου, το Σύνταγμα επέλεξε να μιλήσει για την αποσβεστική προθεσμία εντός της οποίας η Βουλή ασκεί την αρμοδιότητά της. Δεν ασκεί το δικαίωμά της, γιατί δεν πρόκειται περί δικαιώματος. Περί αρμοδιότητος πρόκειται. Δεν κατάλαβα εγώ γιατί στο άρθρο 3, στην τελευταία παράγραφο, αντί να ακολουθήσουμε τη διατύπωση που προτείνεται, δεν ακολουθούμε την ίδια τη διατύπωση του ΣυντάγματοςΕίναι πολύ απλό. Αν την ακολουθήσουμε κατά λέξη, σας διαβεβαιώ ότι ούτε προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε κάτι. Αντιθέτως, αν ακολουθήσουμε την έννοια της εξάλειψης του αξιοποίνου, δημιουργούνται οι εντυπώσεις, που τόσοι συνάδελφοι και, κυρίως, η κ. Μπενάκη εξέθεσαν. Και που θεωρώ ότι δογματικά υπάρχει σημαντικό πρόβλημα. [..] Ακολουθήστε, λοιπόν, τη διατύπωση, την οποία έχει το άρθρο του Συντάγματος, μιλώντας για την προθεσμία μέσα στην οποία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της η Βουλή σε ό,τι αφορά την άσκηση δίωξης".

Το θέμα αυτό φαίνεται να απασχόλησε την Βουλή, κατά την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος του 2019, επ' ευκαιρία της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 86 του Συντάγματος προς την κατεύθυνση διευκρίνισης ότι το πεδίο ισχύος του άρθρου αναφέρεται αποκλειστικά στα αδικήματα που τελέσθηκαν κατά την άσκηση και όχι επ’ ευκαιρία της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων. Δηλαδή, δεν συζητήθηκε ειδικά το εάν η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας θα έχει αναδρομική ισχύ. Συζητήθηκε εάν συνολικά το άρθρο 86 του Συντάγματος μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά εάν γινόταν δεκτή η ερμηνευτική δήλωση την οποία πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Γιώργος Κατρούγκαλος, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2018 της κοινοβουλευτικής επιτροπής της προτείνουσας Βουλής, είχε χαρακτηρίσει την διάταξη της αποσβεστικής προθεσμίας ως ουσιαστική ποινική διάταξη. 

Ο Ανδρέας Λοβέρδος, κατά την συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου 2019 της κοινοβουλευτικής επιτροπής της αναθεωρητικής Βουλής, είχε υποστηρίξει ότι η διάταξη της αποσβεστικής προθεσμίας είναι ουσιαστική ποινική διάταξη επειδή ρυθμίζει ζητήματα παραγραφής. Τα ίδια υποστήριξε και στην συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 2019 της Ολομέλειας της Βουλής. Το επιχείρημα του Λοβέρδου βασίζεται στην υπόθεση ότι αποσβεστική προθεσμία και παραγραφή είναι θεσμοί οι οποίοι ταυτίζονται. Έχουμε ήδη εξηγήσει ότι δεν υφίσταται τέτοια ταύτιση. Αυτό που ισχύει είναι η εξάλειψη του αξιόποινου (θεσμός ουσιαστικού δικαίου, άρθρο 3 του Ν. 3126/2003) λόγω της άπρακτης παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας κι όχι παραγραφή.

Ο Γιώργος Κατρούγγαλοςκατά την συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου 2019 της κοινοβουλευτικής επιτροπής της αναθεωρητικής Βουλής, είχε υποστηρίξει ότι "πράγματι, η παραγραφή είναι κανόνας ουσιαστικού δικαίου και, πράγματι, δεν θα μπορούσε η παραγραφή να ρυθμιστεί με όρους αναδρομικότητας". Όμως και ο Κατρούγκαλος υποπίπτει στο ίδιο σφάλμα με τον Λοβέρδο και ταυτίζει την αποσβεστική προθεσμία με την παραγραφή.

Υπήρξαν κι άλλοι βουλευτές, μέχρι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι οποίοι τοποθετήθηκαν για την αναδρομικότητα του άρθρου 86 του Συντάγματος επ' ευκαιρία της ερμηνευτικής δήλωσης που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν διατύπωσαν κάποιο επιστημονικό επιχείρημα με το οποίο να στηρίζουν την άποψη ότι η διάταξη αυτή είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Σε όλες τις ειηγήσεις θεωρήθηκε περίπου ως αυτονόητο ότι είναι ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και ότι ταυτίζεται με τον θεσμό της παραγραφής.

Μπορείτε να βρείτε όλο το υλικό που αφορά στην συνταγματική αναθεώρηση του 2019 στο άρθρο μας Σύνταγμα 2019: Τα πρακτικά των συζητήσεων της Βουλής και των Επιτροπών.

Εξάλειψη αξιόποινου

Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι εάν γίνει δεκτή η άποψη ότι η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας δεν διέπεται από την απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος του ποινικού νόμου τότε δίνεται η δυνατότητα να εκκινήσει η ποινική διερεύνηση υποθέσεων του παρελθόντος και ότι έτσι γίνεται τρόπον τινά μια ανεπίτρεπτη αναδρομική αναβίωση του αξιόποινου των υποθέσεων για τις οποίες υπήρχε η πεποίθηση ότι "έχουν παραγραφεί".

Κάτι τέτοιο όμως δεν θα μπορούσε να συμβεί για τους παρακάτω λόγους οι οποίοι σχετίζονται με την εξάλειψη του αξιόποινου λόγω παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας.

Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003, επέρχεται εξάλειψη του αξιόποινου των υπουργικών αδικημάτων εάν παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική προθεσμία της παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος. 

Η εξάλειψη του αξιόποινου εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόμα και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος οφείλει να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη (ενδεικτικά ΑΠ 1457/2010 για συνέπειες εξάλειψης αξιόποινου). Εάν επέλθει εξάλειψη του αξιόποινου δεν μπορούν να αναβιώσουν ποινικές ευθύνες στο μέλλον, μετά την εξάλειψη.

Με άλλα λόγια, εμποδίζεται η δίωξη παλαιότερων αδικημάτων όχι λόγω της αποσβεστικής προθεσμίας αλλά λόγω της έννομης συνέπειας την οποία προέβλεπε ο Ν. 3126/2003Με την διάταξη αυτή, η αποσβεστική προθεσμία ταυτίζεται με την παραγραφή μόνο ως προς την έννομη συνέπεια. Τόσο η παραγραφή όσο και η αποσβεστική προθεσμία, μπορούν να οδηγήσουν στην εξάλειψη του αξιόποινου. Διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν ζητήματα εξάλειψης του αξιόποινου είναι διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου (ενδεικτικά ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 285/2018). 

Επομένως, αν γίνει δεκτή η άποψη την οποία υποστηρίζουμε, δεν μπορεί να κινηθεί η ποινική διαδικασία για υπουργικά αδικήματα για τα οποία έχει επέλθει η εξάλειψη του αξιόποινου (ως έννομη συνέπεια της παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας κι όχι λόγω της ύπαρξης αποσβεστικής προθεσμίας) μέχρι την θέση σε ισχύ της νέας διάταξης του άρθρου 86 του Συντάγματος ήτοι μέχρι την 25η Νοεμβρίου 2019 οπότε δημοσιεύτηκε το Ψήφισμα της 25.11.2019 (ΦΕΚ Α 187/28.11.2019). Δηλαδή, υποστηρίζουμε την άποψη ότι έχει επέλθει εξάλειψη του αξιόποινου για τα υπουργικά αδικήματα εκείνα για τα οποία η αποσβεστική προθεσμία συμπληρώθηκε μέχρι την 25η Νοεμβρίου 2019 το οποίο δεν μπορεί να αναβιώσει. 

Συνεπώς, μόνο για τα αδικήματα της Βουλευτικής περιόδου που κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019) δεν έχει επέλεθει η εξάλειψη του αξιόποινου διότι πριν συμπληρωθεί ο χρόνος της αποσβεστικής προθεσμίας (2η σύνοδος της βουλευτικής περιόδου 2019-2023) τέθηκε σε ισχύ η νέα διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος.

Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003 είναι ουσιαστικό ποινικό δίκαιο διότι ρυθμίζει θέματα που συνδέονται με την εξάλειψη του αξιόποινου τα οποία με την σειρά τους είναι ουσιαστικό ποινικό δίκαιο (ενδεικτικά ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 285/2018). Τούτο όμως δεν "συμπαρασύρει" και δεν καθιστά ουσιαστική ποινική διάταξη την διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος.

Σπίρτζης και αποσβεστική προθεσμία

Στην περίπτωση του Σπίρτζη, πράγματι, έαν είχε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική προθεσμία όσο ίσχυε η πρηγούμενη διατύπωση του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, θα επέρχονταν και η εξάλειψη του αξιόποινου. 

Εάν είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο τότε δεν θα μπορούσε να αναβιώσει με την τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος. 

Το νέο άρθρο 86 του Συντάγματος τέθηκε σε ισχύ στις 25 Νοεμβρίου 2019 με το Ψήφισμα της 25.11.2019 (ΦΕΚ Α 187/28.11.2019)

Επομένως, η νέα διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος τέθηκε σε ισχύ κατά την 1η τακτική σύνοδο της επόμενης βουλευτικής περιόδου (2019-2023) από την βουλευτική περίοδο (2015-2019) εντός της οποίας είχαν τελεστεί τα υπουργικά αδικήματα του Σπίρτζη. Ως εκ τούτου, τέθηκε σε ισχύ πριν να επέλεθει η εξάλειψη του αξιόποινου των υπουργικών αδικημάτων του Σπίρτζη, ως έννομη συνέπεια της συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας. Η συμπλήρωση της αποσβεστικής προθεσμίας για τον Σπρτζη θα επέρχονταν στην 2η σύνοδο της περιόδου 2019-2023. 

Συνεπώς, κατά την άποψη που υποστηρίζουμε, δεν επήλθε εξάλειψη του αξιόποινου και η ποινική αξίωση της πολιτείας παρέμεινε ενεργή επειδή τα αδικήματα του Σπίρτζη καταλαμβάνονται από την νέα ρύθμιση του άρθρου 86 του Συντάγματος το οποίο δεν αποτελεί ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στην απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος του ποινικού νόμου.

Όπως αναφέρουμε ήδη, στο ρυθμιστικό πεδίο των παραπάνω διατάξεων για την απαγόρευση της αναδρομικότητας του νόμου εμπίπτουν οι διατάξεις του ποινικού δικαίου και δη του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. 

Κατά την άποψη που εκφράζουμε εδώ, η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ποινική διάταξη, πολλώ δε μάλλον ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι θέτει μια προθεσμία η οποία συνιστά ένα προστατευτικό πλαίσιο των μελών της Κυβέρνησης και δεν ρυθμίζει ζητήματα θεμελίωσης του αξιόποινου, τυποποίησης αξιόποινης πράξης ούτε και θέτει άλλες ρυθμίσεις ποινικού δικαίου οι οποίες να θεωρούνται ουσιαστικές όπως οι λόγοι άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού. Εξάλλου, η ίδια η συνταγματική διάταξη δεν θέσπιζε ορισμένη ρητή έννομη συνέπεια σε περίπτωση παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας. Ως εκ τούτου δεν καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις του άρθρου 7 του Συντάγματος περί απαγόρευσης της αναδρομικής ισχύος του ποινικού νόμου.

Αντιθέτως, οι ρυθμίσεις της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003 είναι ουσιαστικό ποινικό δίκαιο διότι ρυθμίζει θέματα που συνδέονται με την εξάλειψη του αξιόποινου, ως έννομη συνέπεια, τα οποία είναι ουσιαστικό ποινικό δίκαιο

Προθεσμία έγκλησης

Σύμφωνα με το άρθρο 114 του Ποινικού Κώδικα, εάν παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία και δεν υποβληθεί έγκληση, για έγκλημα που διώκεται κατ' έγκληση, τότε επέρχεται εξάλειψη του αξιόποινου.

Η έγκληση συνδέεται όχι μόνο με την αξίωση της πολιτείας για την επιβολή της ποινής, αλλά και με το δικαίωμα για έγερση της ποινικής αγωγής και, συνεπώς, έχει μικτό νομικό χαρακτήρα - αποτελεί, δηλαδή, αφενός μεν θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι η παραμέληση της υποβολής της εντός της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης που διώκεται κατ' έγκληση, αφετέρου δε θεσμό του δικονομικού ποινικού δικαίου, διότι αποτελεί δικαστική προϋπόθεση για την έγκαιρη γένεση της ποινικής δίκης (ΑΠ 265/2021).

Επειδή η έγκληση είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ισχύουν οι διατάξεις για την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου. Έτσι, δεν είναι ευνοϊκότερη η διάταξη που μετατρέπει ένα έγκλημα από κατ' έγκληση σε αυτεπαγγέλτως διωκόμενο. 

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι η αποσβεστική προθεσμία της παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος ταυτίζεται με την έννοια της έγκλησης και ότι, ως εκ τούτου κατάργηση της προθεσμίας είναι εις βάρος του κατηγορουμένου και επομένως, δεν αναπτύσσει αναδρομική ισχύ.

Τούτο όμως δεν φαίνεται να ευσταθεί. Η έγκληση και η αποσβεστική προθεσμία δεν ταυτίζονταιΣτην έγκληση, ο παθών έχει το δικαίωμα καταγγελίας της αξιόποινης πράξης ενώπιον εκείνου ο οποίος έχει την αρμοδιότητα να ασκήσει την ποινική δίωξη. Ο παθών είναι ένας τρίτος σε σχέση με τον αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέα. Στα ποινικά αδικήματα υπουργών όμως, η Βουλή δεν είναι ο παθών. Δεν είναι κάποιος τρίτος αλλά αυτός ο ίδιος ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης, ήτοι η Βουλή ταυτίζεται με τον εισαγγελέα ως προς το καθήκον άσκησης ποινικής δίωξης. Στην έγκληση, η προθεσμία αφορά στο δικαίωμα του παθόντος για την καταγγελία του εγκλήματος ενώ η αποσβεστική προθεσμία αφορά στην ενέργεια του αρμοδίου για την άσκηση της ποινικής δίωξης οργάνου (βλ. και Ηλ. Δαγκλής "Η ποινική ευθύνη Υπουργών" 2019).

Η απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος δεν καταλαμβάνει το δικονομικό δίκαιο

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 του Συντάγματος είναι ποινική δικονομική διάταξη και ότι θέτει, ενδεχομένως, μια δικονομική προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά μέλους της Κυβέρνησης.

Ακόμα και εάν γίνει δεκτή τέτοια άποψη, με βάση γενική αρχή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 01.07.2019 νέου Ποινικού Κώδικα και 590 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4620/2019 και ισχύοντος από 01.07.2019 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και συνεπώς, οι πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, ενώ το ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και επομένως και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο (ενδεικτικά ΑΠ 746/2023, ΟλΑΠ 1/2020). 

Η διάταξη του άρθρου 2ΠΚ αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι, οι οποίοι αποβλέπουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έχουν αναδρομική δύναμη και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο εκδόσεως αυτών, μέρος αυτών, εκτός αν άλλως ορίζουν (ενδεικτικά ΑΠ 1/2014). 

Οι κανόνες περί της αναδρομικής ισχύος των ποι­νικών νόμων "δεν κρατούσιν, όταν δι αυτών ρυθμίζεται ή προς εκδίκασιν τών άξιοποίνων πράξεων εφαρμοστέα διαδικασία. Οί δικονομικοί νόμοι ούτε το αξιόποινον τών πράξεων, ούτε τον βαθμόν του άξιοποίνου αυτών όρίζουσιν. Σκοπός αυτών έστιν ή εφαρμογή τού ποινικού νόμου, διό έπιδιώκουσι την διά τών άσφαλεστέρων μέσων συλλογήν τών άποδείξεων καί διάγνωσιν τής ενοχής καί ευθύνης τών κατηγορουμένων" (Κων. Κωστής "Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου" 1892, Τ1 σελ. 32) 

Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο είναι οι κανόνες που καθορίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένα συμβάν ώστε να μπορούν να επιβληθούν οι έννομες συνέπειες καθώς και τις ίδιες τις έννομες συνέπειες (Κων. Βαθιώτης "Στοιχεία ποινικού δικαίου" 2007 σελ. 3). Οι ρυθμίσεις για την αναδρομικότητα αφορούν και τις διατάξεις για την απόπειρα, την συμμετοχή, τους λόγους άρσης του αδίκου, τον καταλογισμό ή το τιμωρητό της πράξης (Λεων. Κοτσαλής "Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος", 2005, σελ. 58 υπ. 114). 

Για τους λόγους αυτούς, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η αποσβεστική προθεσμία, η οποία καταργήθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019, είναι διάταξη ποινικού δικονομικού δικαίου, δεν αναπτύσσει αναδρομική ισχύ.

Στην θεωρία υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη (βλ. ενδεικτικά Αργ. Καρράς "Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο" 6η έκδοση 2019, σελ. 10).

Σπίρτζης: παραιτούμαι από την ασυλία

Οι δηλώσεις του Χρήστου Σπίρτζη ότι παραιτείται της ασυλίας του, προφανώς και δεν παράγουν κανένα αποτέλεσμα. Και τούτο διότι:

(α) Δεν είναι βουλευτής της Βουλής η οποία προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023. Ως εκ τούτου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής  οι διατάξεις του άρθρου 62 του Συντάγματος για τον Σπίρτζη.

(β) Ακόμα και εάν ήταν βουλευτής, η δήλωσή του ότι παραιτείται της ασυλίας δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, όπως εξηγούμε παραπάνω. Δείτε σχετικά το άρθρο μας Ρένα Δούρου: Δεν νοείται "παραίτηση" από την βουλευτική ασυλία.

(γ) Σε κάθε περίπτωση δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί βουλευτικής ασυλίας για τον Σπίρτζη. Εάν ήθελε υποτεθεί ότι ελέγχεται για ποινικά αδικήματα τα οποία τέλεσε υπό την ιδιότητα του Υπουργού Μεταφορών, τότε τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί ευθύνης υπουργών του άρθρου 86 του Συντάγματος και όχι οι διατάξεις για το ακαταδίωκτο των βουλευτών.

Σπίρτζης: Έλεγχος κατηγορίας κατά το 86 παρ. 5 του Συντάγματος

Την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024, ο Χρήστος Σπίρτζης κατέθεσε αίτημα στον Πρόεδρο της Βουλής να  συσταθεί ειδική επιτροπή για τον έλεγχο της κατηγορίας, κατά το άρθρο 6 παρ. 5 του Συντάγματος. Ο λόγος που το ζήτησε ηταν επειδή δεν διαλευκάνθηκαν τυχόν ευθύνες του για την διαχείριση της Σύμβασης 717 και επειδή δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αντιμετωπίσει τις ποικίλες υπόνοιες ή/και κατηγορίες.

Η επιτροπή αυτή, εφόσον συσταθεί, θα είναι κοινοβουλευτική και όχι δικαστική. Το άρθρο 86 παρ. 5 του Συντάγματος δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχουν στην επιτροπή και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, χωρίς ωστόσο να είναι αυτό υποχρεωτικό και χωρίς η συμμετοχή τους να καθιστά την επιτροπή δικαστική.

Δεν πρόκειται για εκδίκαση της υπόθεσης αφού η επιτροπή δεν είναι δικαστικός σχηματισμός και ως εκ τούτου δεν μπορούν να επιβληθούν ποινές στον ενδιαφερόμενο υπουργό παρά μόνο να ελεγχθεί το εάν ευσταθεί η κατηγορία.

Προϋπόθεση για την συγκρότηση τέτοιας επιτροπής είναι να μην περατώθηκε η διαδικασία που αφορά τη δίωξη κατά μέλους της Κυβέρνησης. Δεν είμαστε σίγουροι ότι πληρείται η προϋπόθεση αυτή καθώς η διαδικασία δεν ξεκίνησε καν και κατά την άποψη που υιοθετούμε σε αυτό το άρθρο, η διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν εμποδίζεται να ξεκινήσει εναντίον του Σπίρτζη. 

Ουσιαστικά, πρόκειται για τέχνασμα του Σπίρτζη διότι με τον τρόπο αυτό "δίκασε" ο ίδιος τον εαυτό του και έκρινε μόνος του ότι τα τυχόν αδικήματά του είναι παραγεγραμμένα κι ότι ως εκ τούτου δεν κινδυνεύει να τιμωρηθεί ποινικά. 

Αιτιώδης σύνδεσμος

Στον δημόσιο διάλογο έχει ανοίξει και η συζήτηση για το αν υπήρχε αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων του Καραμανλή και την επέλευση του αποτελέσματος του δυστυχήματος των Τεμπών.

Ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος (ή αιτιώδης συνάφεια) ασχολείται με το εάν η συμπεριφορά του δράστη προκάλεσε αιτιωδώς το αποτέλεσμα. Δηλαδή, εάν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα είχε ως αιτία του την συμπεριφορά του δράστη. 

Ο αιτιώδης σύνδεσμος εντοπίζεται διά της αφαιρέσεως. Για παράδειγμα, εάν ο Α πυροβόλησε κατά του Β και αυτός πέθανε, για να εντοπίσουμε εάν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος πρέπει να σκεφτούμε ως εξής "Αν αφαιρέσουμε τον πυροβολισμό, αφαιρείται και το αποτέλεσμα?". Εάν η απάντηση είναι θετική τότε υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος. Δεν είναι πάντοτε τόσο ευχερές και απλό ζήτημα.

Εν προκειμένω, για τον Σπίρτζη και τον Καραμανλή υπάρχουν οι υπόνοιες ότι τέλεσαν εγκλήματα δια παραλείψεως δηλαδή ότι προκάλεσαν το αποτέλεσμα όχι με κάποια πράξη τους αλλά με την απραξία τους. Ταυτόχρονα, είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση κατά το άρθρο 15 του ποινικού κώδικα να πράξουν προς αποτροπή του αποτελέσματος.

Εμείς θέλουμε μόνο να επισημάνουμε το εξής: Ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος στα εγκλήματα παραλείψεως εμφανίζεται με την μορφή της υποθετικής αιτιότητας. Σύμφωνα με αυτήν, για να εντοπίσουμε εάν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του εγκληματικού αποτελέσματος θα πρέπει να κάνουμε τον εξής συλλογισμό: "Με πιθανότητα που προσεγγίζει την βεβαιότητα, εάν ο δράστης είχε ενεργήσει, το αποτέλεσμα θα είχε αποτραπεί". Πρόκειται για πιθανολόγηση η οποία προσεγγίζει μεν την βεβαιότητα αλλά δεν ταυτίζεται με αυτήν. 

Επομένως, για την ύπαρξη ευθυνών Σπίρτζη και Καραμανλή απαιτείται η πιθανολόγηση ότι εάν είχαν ενεργήσει (πχ είχαν ολοκληρώσει τα συστήματα ασφαλείας) θα είχε αποτραπεί και το δυστύχημα. Δεν απαιτείται βεβαιότητα αλλά πιθανότητα που προσεγγίζει την βεβαιότητα. Η διαφορά είναι τεράστια.

Γνωμοδοτικό συμβούλιο για τον νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας

Το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 παρέχει την δυνατότητα, όταν υποβληθεί η πρόταση δίωξης κατά μέλους της κυβέρνησης από 30 βουλευτές, να ανατεθεί με απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με 151 ψήφους, σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο ο νομικός έλεγχος των στοιχείων της κατηγορίας και η αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών.

Το γνωμοδοτικό συμβούλιο αποτελείται από δικαστικούς λειτουργούς, έναν αντεισαγγελέα ΑΠ και δύο εισαγγελείς εφετών οι οποίοι κληρώνονται σε δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής. Το συμβούλιο αυτό δεν είναι δικαστικός σχηματισμός δηλ. δεν είναι δικαστήριο και επομένως, δεν δικάζει τυχόν ποινικές ευθύνες ούτε και επιβάλει ποινές.

Επομένως, θα μπορούσε η Κυβέρνηση Μητσοτάκη να αξιοποιήσει αυτήν την δυνατότητα, να καταθέσει πρόταση δίωξης κατά του Καραμανλή και του Σπίρτζη και να συγκροτήσει τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο για τον έλεγχο της κατηγορίας. Το πλεονέκτημα του γνωμοδοτικού συμβουλίου είναι ότι ο έλεγχος της κατηγορίας γίνεται από δικαστικούς λειτουργούς και όχι από την Βουλή (δηλ. από την κυβερνητική πλειοψηφία).

Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλία εκκίνησης της διαδικασίας του άθρου 86 του Συντάγματος. Θα μπορούσε να καταθέσει πρόταση σύστασης επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης στην οποία να συμπεριλάβει πρόταση δίωξης Καραμανλή - Σπίρτζη για τα αδικήματα τα οποία πρότειναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης στο πλαίσο της εξεταστικής επιτροπής των Τεμπών και να πει "καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται". Κατόπιν, θα μπορούσε να συγκροτήσει και το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο το οποίο, παρά το γεγονός ότι δεν είναι δικαστήριο, μπορεί να ελέγξει την κατηγορία. Αν πιστεύει στην αθωότητα του Καραμανλή, μπορεί να το κάνει. Μπορεί όμως να το ρισκάρει? Κι αν το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο καταλήξει στην βασιμότητα των κατηγοριών εναντίον του Καραμανλή? Ναι μεν, το συμπέρασμα του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου δεν θα επέχει θέση δικαστικής απόφασης αλλά πολιτικά δεν υπάρχει γυρισμός σε τέτοια περίπτωση. Δεν θα μπορούσε να αγνοήσει η Κυβέρνηση Μητσοτάκη το πόρισμα του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και να μπλοκάρει την συνέχιση της διαδικασίας δηλαδή την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Καραμανλή. Οπότε, δεν θα το κάνει επειδή δεν μπορεί να το ρισκάρει. Επειδή δεν πιστεύει στην αθωότητα του Καραμανλή.

Ειδικό Δικαστήριο

Εάν η Βουλή ασκήσει ποινική δίωξη κατά του μέλους της Κυβέρνησης (πρώην ή νυν), η υπόθεση δεν εκδικάζεται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Γίνεται κλήρωση στην Βουλή και συγκροτείται Ειδικό Δικαστήριο που αποτελείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. 

Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. 

Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.

Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. 

Οι διατάξεις περί βουλευτικής ασυλίας

Διατάξεις για την βουλευτική ασυλία ανευρίσκονται:

(α) Στο άρθρο 62 του Συντάγματος

(β) Στο άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής

Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος

Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής. Η σχετική άδεια δίδεται από τη Βουλή υποχρεωτικά εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή. Η Βουλή, με ευθύνη του Προέδρου της, αποφαίνεται υποχρεωτικά σχετικά με το αίτημα μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.

Οι διατάξεις περί ευθύνης υπουργών

Διατάξεις για την ευθύνη υπουργών ανευρίσκονται:

(α) Στο άρθρο 86 του Συντάγματος

(β) Στον νόμο Ν. 3126/2003 ο οποίος είναι εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος

(γ) Στα άρθρα 153-159 του Κανονισμού της Βουλής

Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος:

1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.

2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.

3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.

4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος. Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος. Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα. Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.

5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 3126/2003

1. Οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 παραγράφονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 111 και 112 του Ποινικού Κώδικα. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 113 παράγραφοι 1 έως 3 του Ποινικού Κώδικα, και στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη και β) όσο ισχύει η Απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για την αναστολή της ποινικής δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 6.

2. Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν.

Σύμφωνα με το άρθρο 16Α του Ν. 3126/2003

1. Σε περίπτωση που ανακύπτει ζήτημα παραγραφής της αξιόποινης πράξης ή εξάλειψης του αξιοποίνου σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Ειδικό Δικαστήριο ερευνά την ουσία της κατηγορίας, όταν τούτο ζητήσει ο κατηγορούμενος Υπουργός.

2. Η πιο πάνω έρευνα γίνεται μόνο για εκείνον τον κατηγορούμενο που υπέβαλε σχετικό έγγραφο αίτημα και ακολούθως εκδίδεται βούλευμα ή Απόφαση, αντίστοιχα επί της ουσίας της υπόθεσης.

3. Η αίτηση του κατηγορουμένου, με την οποία αυτός ζητά την έρευνα της ουσίας της κατηγορίας πριν από την έρευνα για την παραγραφή, ή την εξάλειψη του αξιοποίνου, δεν πρέπει να περιέχει οποιαδήποτε αίρεση και κατατίθεται κατά την προδικασία στον εισαγγελέα του Συμβουλίου, ενώπιον δε του ακροατηρίου κατά την έναρξη της εκδίκασης. Οταν το ζήτημα της παραγραφής ή της εξάλειψης του αξιοποίνου ανακύψει μεταγενέστερα η αίτηση υποβάλλεται τότε.

Ακολουθήστε μας στο twitter και στο Facebook