02 August 2024

Υποκλοπές Τέλος!


Την Τρίτη 30 Ιουλίου 2024, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία αρχειοθετήθηκε η υπόθεση των υποκλοπών, για το σκέλος της υπόθεσης που αφορά σε κρατικούς λειτουργούς και πολιτικά πρόσωπα. Η ανακοίνωση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καμία κρατική υπηρεσία δεν εμπλέκεται με την χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού (predator), ότι οι διατάξεις της εισαγγελέως της ΕΥΠ περί άρσεως του απορρήτου ήταν νόμιμες και ότι ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε στελέχη εταιριών πλην όμως σε βαθμό πλημμελήματος λόγω του Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ. Στο άρθρο αυτό εξετάζονται κυρίως τα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν από τον χειρισμό της υπόθεσης αυτής. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον Άρειο Πάγο δεν είναι περιβεβλημένη με αυξημένες δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Αντιθέτως, το θεσμικό πλαίσιο ευνοεί την ανέλεγκτη αρχειοθέτηση σημαντικών υποθέσεων. Η αρχειοθέτηση αυτή παρήγαγε περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο, με αποτέλεσμα να είναι απαγορευμένη οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης για ό,τι αφορά σε κρατικούς λειτουργούς και πολιτικά πρόσωπα. Με απλά λόγια, υποκοπές τέλος!

Ακολουθήστε μας στο mastodon, στο twitter και στο Facebook

Η ανακοίνωση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη

Η ανακοίνωση (pdf) την οποία εξέδεωσε την Τρίτη 30 Ιουλίου 2024, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:

1) Ότι "αναντίλεκτα" (sic!) προέκυψε πως δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή κρατικής υπηρεσίας και δη της ΕΥΠ, της Αντιτρομοκρατικής και γενικότερα της ΕΛΑΣ ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού, με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό. 

Δηλαδή, σύμφωνα με την ανακοίνωση, το πόρισμα καταλήγει στο ότι η ΕΥΠ δεν είχε σχέση με τις παρακολουθήσεις οι οποίες έγιναν με το predator. Ως εκ τούτου, κανένας κρατικός λειτουργός ή πολιτικό πρόσωπο δεν έχει ποινική ευθύνη.

Η ΕΥΠ είχε υπαχθεί στον Πρωθυπουργό τον Ιούλιο του 2019 με το άρθρο 5 παρ. 3 του ΠΔ 81/2019 (A’ 119/08.07.2019). Τον Αύγουστο του 2019, με το άρθρο 21 παρ. 4 του Ν. 4622/2019 περί Επιτελικού Κράτους η ΕΥΠ υπήχθη στην Προεδρίας της Κυβέρνησης, κάτι που επαναλήφθηκε και με το άρθρο 2 παρ. 3 του ΠΔ 98/2020 (ΦΕΚ Α 236/28.11.2020περί του Οργανισμού Προεδρίας της Κυβέρνησης. Από τον Απρίλιο του 2024, μετά την παραίτηση του Μπρατάκου, καθήκοντα ΕΥΠάρχη εκτελεί ο Γεώργιος Σκέρτσος.

2) Ότι η Εισαγγελέας η οποία εγκαταβιούσε στην ΕΥΠ και η οποία υπέγραφε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, ορθώς και νομίμως έπραξε που δεν τις αιτιολογούσε διότι, σύμφωνα με την κα. Αδειλίνη, "τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις". Περαιτέρω, η κα. Αδειλίνη υπογραμμίζει ότι τούτο είναι "σύμφωνο με το πνεύμα της απόφασης C-349/21 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης". Βέβαια, από την ανάγνωση της ως άνω αποφάσεως, προκύπτει το ακριβώς αντίθετο.

3) Ότι προέκυψαν "επαρκείς ενδείξεις" για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ. Οι οποίες, όμως, είναι σε βαθμό πλημεμλήματος, λόγω του νέου Ποινικού Κώδικα. 

Προκαταρκτική εξέταση και αρχειοθέτηση

Προκαταρκτική εξέταση είναι η διαδικασία η οποία προηγείται της ποινικής δίωξης και με αυτή επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είναι υποχρεωτική για να ασκηθεί ποινική δίωξη σε κακούργημα. 

Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) ο Εισαγγελέας των Πλημμελειοδικών έχει "τεκμήριο αρμοδιότητας" ως προς την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης [Ανδρέου Φιλ. "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας" 2004, σελ. 110] για όλα τα εγκλήματα. Το ότι ο Εισαγγελέας αποκαλείται "πλημμελειοδικών" δείχνει την θέση του στην ιεραρχία (πρωτοδικών) κι όχι το είδος των εγκλημάτων τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του. Επομένως, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ασχολείται και με κακουργήματα.

Κατ' εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 32ΚΠΔ, προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διενεργεί και ο Εισαγγελέας των Εφετών ή του Αρείου Πάγου. Η υπό του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διενεργηθεί είτε από τον ίδιο είτε από κάποιον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Όταν διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση ο Εισαγγελέας των Εφετών, στο πέρας αυτής έχει την δυνατότητα είτε να αρχειοθετήσει την υπόθεση είτε να παραγγείλει την άσκηση της ποινικής δίωξης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (διότι αυτός έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας άσκησης ποινικής δίωξης κατά το άρθρο 27ΚΠΔ). Αρχειοθέτηση γίνεται όταν δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη ήτοι, υπό το πρίσμα της αρχής της in rem ποινικής δίωξης, όταν δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι έχει τελεστεί έγκλημα.

Ο Εισαγγελέας Εφετών είναι μόνος αρμόδιος να αρχειοθετήσει την υπόθεση, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να την υποβάλει προς έγκριση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. [Κονταξής Αθ. "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας" 1989, σελ. 285]

Δηλαδή, πρόκειται για διαφορετική διαδικασία αρχειοθέτησης από αυτήν που προβλέπει το άρθρο 43ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία, η αρχειοθέτηση την οποία κάνει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, ελέγχεται από τον Εισαγγελέα Εφετών. Τα αυτά ισχύουν και όταν την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δηλαδή η αρχειοθέτηση της υπόθεσης δεν ελέγχεται από κανέναν. 

Πρέπει να αναφερθεί ότι οι αρχειοθετήσεις χωρίς έλεγχο είναι μια συνήθεια που εισήγαγε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και για τις αρχειοθετήσεις που ενεργεί ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, δηλαδή του Εισαγγελέα εκείνου που ερευνά τυχόν οικονομικά εγκλήματα πολιτικών προσώπων. Με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 2019 (Κώδικας "του ΣΥΡΙΖΑ") οι αρχειοθετήσεις του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ελέγχονταν από ανώτερο Εισαγγελέα. Τον Μάϊο του 2020,  με το άρθρο 94 του Ν. 4689/2020 που ψήφισαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ καταργήθηκε ο έλεγχος και ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να αρχειοθετεί τέτοιες υποθέσεις χωρίς να ελέγχεται από κανέναν. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το θέμα στο άρθρο μας Αυτό που δεν είδαν στο Documento.

Περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο

Ως προς τις έννομες συνέπειες, η αρχειοθέτηση της υπόθεσης ύστερα από προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε ο Εισαγγελέας των Εφετών ή του Άρειου Πάγου, δεν διαφέρει από αυτήν του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. 

Και σε αυτές τις περιπτώσεις παράγεται περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο το οποίο παρέχει το δικαίωμα απόρριψης κάθε νέας καταγγελίας, κατά των ίδιων προσώπων που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή με επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ή και σε ασήμαντη προσθήκη αυτών, σαν νομικά αστήρικτη. 

Το οιονεί αυτό δεδικασμένο που προκύπτει δεσμευτικό, έχει οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα και γίνεται δεκτό πως κάμπτεται μόνον εάν ήθελε προκύψουν νεώτερα ουσιώδη ή άγνωστα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 420/2023, ΑΠ 609/2019, ΑΠ 1120/2018 κλπ).

Με απλά λόγια, εάν μια υπόθεση αρχειοθετηθεί, δεν μπορεί να γίνει καμία απολύτως περαιτέρω έρευνα από την δικαστική αρχή ή από τους προανακριτικούς υπαλλήλους. 

Προκαταρκτική από την Αδειλίνη

Στην προκειμένη περίπτωση, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη, την Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023 παρήγγειλε την κατ' άρθρο 32ΚΠΔ διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και την υποβολή αιτιολογημένου πορίσματος από τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση. 

Όπως προκύπτει από την παραγγελία αυτή, ήταν ήδη σε εξέλιξη προκαταρκτική εξέταση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών από τον Απρίλιο του 2022. Επισημαίνεται ότι η σύνταξη εισαγγελικού "πορίσματος" μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης δεν προβλέπεται από τον νόμο. Κατά μία άποψη η σύνταξη τέτοιου πορίσματος, παρά το ότι δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο, είναι επιτρεπτό (και επιβεβλημένο) να συντάσσεται από τον εισαγγελέα κατά άλλη όμως άποψη η σύνταξη τέτοιου πορίσματος πρέπει να αποκλειστεί καθώς η πρακτική αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης [Σεβαστίδης Χαρ. "Η νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης (μετά τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005)", σελ. 29].

Οι λόγοι για τους οποίους η κα. Αδειλίνη ζήτησε την "αναβάθμιση" της έρευνας ήταν: α) επειδή είναι εξαιρετικής φύσης και μείζονος σημασίας και απαιτείται η αναβάθμιση της σχετικής έρευνας και β) από την καθυστέρηση περάτωσής της πέραν των σχετικών για το θέμα αυτό καταγγελιών υπάρχει κίνδυνος παραγραφής των ερευνώμενων εγκλημάτων

Πάντως, η περικοπή της παραγγελίας περί κινδύνου παραγραφής φαίνεται να προκαταλαμβάνει και να περιορίζει εκ των προτέρων την έρευνα σε αδικήματα πλημμεληματικής κι όχι κακουργηματικής μορφής. Τα κακουργήματα παραγράφονται μετά από 15 έτη ενώ τα πλημμελήματα μετά από 5 έτη. Αν η προκαταρκτική αφορούσε σε κακουργήματα, δεν θα υπήρχε κίνδυνος παραγραφής. Μόνο για πλημμελήματα, που παραγράφονται στα 5 έτη, υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Φαίνεται δηλαδή η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να έχει αποκλείσει εκ των προτέρων την διάπραξη κακουργημάτων εκ μέρους των ερευνώμενων προσώπων όπως για παράδειγμα η κατασκοπία 148 παρ. 2 ΠΚ.

Υποκλοπές τέλος!

Η μεταφορά της προκαταρκτικής εξέτασης στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκτός από την "αναβάθμιση" της έρευνας, επέφερε και την εφαρμογή του άρθρου 32ΚΠΔ (κι όχι του άρθρου 43ΚΠΔ) ως προς την αρχειοθέτηση της υπόθεσης.

Εάν η προκαταρκτική εξέταση παρέμενε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, η τυχόν αρχειοθέτησή της θα γίνονταν σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 4 ΚΠΔ ήτοι θα απαιτούνταν να εγκριθεί και από τον Εισαγγελέα Εφετών και δεν θα έφτανε ποτέ στον έλεγχο του Άρειου Πάγου και της Γεωργίας Αδειλίνη. Επομένως, θα υπήρχε κάποιος έλεγχος της αρχειοθέτησης. Εάν γινόταν αρχειοθέτηση. 

Η εμπλοκή περισσότερων προσώπων στην ποινική διαδικασία μειώνει σε κάποιο βαθμό την πιθανότητα μεροληψίας αυτών διότι θα πρέπει περισσότεροι δικαστικοί λειτουργοί ταυτόχρονα να επιδείξουν προκατάλειψη. Όσο αυξάνεται το πλήθος των εμπλεκόμενων προσώπων, τόσο δυσκολότερο είναι να χειραγωγηθούν. Μυστικό που το ξέρουν πολλά άτομα, παύει να είναι μυστικό.

Με την μεταφορά της προκαταρκτικής εξέτασης στον Άρειο Πάγο, η αρχειοθέτηση της υπόθεσης από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γίνεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 32ΚΠΔ, δηλαδή, δεν ελέγχεται από κανέναν. Το σκεπτικό του νόμου είναι ότι η έρευνα έγινε ήδη σε ανώτατο επίπεδο και ως εκ τούτου δεν απομένει ανώτερο επίπεδο ελέγχου. Αυτό όμως δεν εξασφαλίζει εγγυήσεις ορθοκρισίας διότι δεν παίζει ρόλο μόνο ο βαθμός αλλά και το πλήθος των δικαστικών λειτουργών που εμπλέκονται. Στην προκειμένη περίπτωση εμπλέκονται δύο πρόσωπα (Αδειλίνη - Ζήσης) του ίδιου βαθμού. 

Ίσως θα πρέπει η αντιπολίτευση να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο τροποποίησης του άρθρου 32ΚΠΔ προς την κατεύθυνση, αφενός του ελέγχου της αρχειοθέτησης που διενεργεί ο Εισαγγελέας Εφετών από ανώτερο Εισαγγελέα ή από Δικαστικό Συμβούλιο (Εφετών ή ΑΠ) και αφετέρου του ελέγχου της αρχειοθέτησης που διενεργεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου. 

Πάντως, οι συνέπειες της αρχειοθέτησης της υπόθεσης των υποκλοπών από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν διαφέρουν από την αρχειοθέτηση που κάνει και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. 

Μπαίνοντας η υπόθεση των υποκλοπών στο αρχείο ως προς την εμπλοκή κρατικών λειτουργών, παρήχθη περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο. Πλέον, δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο. Όχι απλώς παύει, αλλά απαγορεύεται οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, για ό,τι αφορά στην εμπλοκή κρατικών λειτουργων και πολιτικών προσώπων. Η υπόθεση δεν μπορεί να ανασυρθεί από το αρχείο παρά μόνο εάν προκύψουν νέα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά που είναι ήδη γνωστά. 

Η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων

Το "πόρισμα" του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλέα Ζήση, και η αρχειοθέτηση που επέφερε, προκάλεσε την αντίδραση των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και πυροδότησε συζητήσεις στην Βουλή. 

Την Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων (κι όχι η Ένωση Δικαστών & Εισαγγελέων) εξέδωσε δελτίο τύπου με το οποίο σημειώνει ότι:

[..] η θεμιτή κριτική των δικαστικών αποφάσεων και εισαγγελικών κρίσεων είναι επιβεβλημένη, πρέπει όμως αυτή να γίνεται κατά τρόπο που δεν υπερβαίνει κάθε μέτρο ευπρεπούς εκφοράς δημόσιου λόγου, με σεβασμό στην προσωπικότητα και την ανεξαρτησία των Λειτουργών της Δικαιοσύνης και χωρίς να επιδιώκεται, άμεσα ή έμμεσα, η χειραγώγησή τους. Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διαβεβαιώνει ότι οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί ασκούν τα καθήκοντά τους με απόλυτη ευσυνειδησία, κατά το χειρισμό κάθε υπόθεσης ενεργούν σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους, με βάση το αποδεικτικό υλικό, και δεν χειραγωγούνται, ούτε επηρεάζονται από ευθείες ή έμμεσες απειλές και πιέσεις από οποιαδήποτε πηγή και αν αυτές προέρχονται.

Το δελτίο τύπου αυτό είχε κάτι διαφορετικό σε σχέση με προηγούμενα δελτία τύπου της Ένωσης Εισαγγελέων: ήταν ανυπόγραφο. Συνήθως, τα δελτία τύπου της Ένωσης Εισαγγελέων τα υπογράφουν ο Πρόεδρος και ο Γραμματέας της (βλ. ενδεικτικά εδώ και εδώ).

Ίσως για το ανυπόγραφο να φταίει το γεγονός ότι ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, που με το πόρισμά του προκαλεί την αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών είναι ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων, η οποία εξέδωσε το δελτίο τύπου υπεράσπισης του και δεν θα ήταν κομψό να το υπογράφει  ίδιος. 

Πρέπει να σημειωθεί ότι μεταφέρθηκε εσφαλμένα από κάποια ΜΜΕ (ενδεικτικά) ότι η ανακοίνωση ήταν της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αντί του ορθού Ένωση Εισαγγελέων, η οποία είναι διαφορετική ένωση από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και της οποίας πρόεδρος είναι ο Αχιλλέας Ζήσης. Η μόνη Βουλευτής που το επεσήμανε αυτό ήταν η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας στην συνεδρίαση της Παρασκευής 2 Αυγούστου 2024. Κανείς άλλος από τους Βουλευτές της αντιπολίτευσης δεν το επεσήμανε και δεν το ανέδειξε.

Το πόρισμα στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, ΝΙΚΗ, ενδεχομένως και η Πλεύση Ελευθερίας αλλά έχουν να ενημερώσουν το site τους από τον Ιούνιο) κατέθεσαν την Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024 ξεχωριστές αιτήσεις προς τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας με τις οποία ζητούν, σύμφωνα με το άρθρο 43Α του Κανονισμού της Βουλής:

1) Να συγκληθεί η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας

2) Να κληθούν σε αυτήν η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γεωργία Αδειλίνη, καθώς και ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Αχιλλέας Ζήσης 

3) Να δοθεί στα μέλη της επιτροπής η διάταξη αρχειοθέτησης, το πόρισμα του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, τα πορίσματα άλλων Αρχών και κάθε άλλο συναφές έγγραφο. 

Δεν φαίνεται πιθανό να ευδοκιμήσουν οι αιτήσεις αυτές. 

UPDATE 02.08.2024: Όπως ήταν αναμενόμενο, η Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας κατά την συνεδρίαση της Παρασκευής 2 Αυγούστου 2024 απέρριψε τα αιτήματα των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Δείτε το σχετικό βίντεο


UPDATE 03.08.2024: Οι Βουλευτές της ΝΔ επικαλέστηκαν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και στα τηλεοπτικά πάνελ το επιχείρημα ότι  δεν μπορεί "κάθε φορά που δεν μας αρέσει μια απόφαση της Δικαιοσύνης, εμείς να την τραβάμε από το αυτί" (Παύλος Μαρινάκης Πέμπτη 01.08.2024και ότι κάτι τέτοιο είναι προδήλως αντισυνταγματικό ως αντίθετο στο άρθρο 26 του Συντάγματος περί διάκρισης των εξουσιών. 

Βέβαια, αυτό που δεν ακούστηκε από τους Βουλευτές της αντιπολίτευσης είναι ότι εδώ δεν πρόκειται για οποιαδήποτε υπόθεση. Αυτό το επιβεβαιώνει η ίδια η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κα. Αδειλίνη, με την παραγγελία της για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στην οποία επικαλείται ότι πρόκειαι για υπόθεση "εξαιρετικής φύσης και μείζονος σημασίας και απαιτείται η αναβάθμιση της σχετικής έρευνας". Δεν είναι λοιπόν μια οποιαδήποτε υπόθεση αλλά μια υποθεση εξαιρετικής φύσεως και μείζονος σημασίας. Παραδόξως, κανένας από τους Βουλευτές της αντιπολίτευσης δεν επικαλέστηκε αυτά που πρώτη η κα. Αδειλίνη ισχυρίστηκε. Οι Βουλευτές της αντιπολίτευσης θα έπρεπε πρώτα από όλα να επικαλούνται την κα. Αδειλίνη και ότι εκείνη ήταν η οποία χαρακτήρισε την υπόθεση αυτή ως εξαιρετική και μείζονος σημασίας. Όχι μόνο για να αντικρούσουν τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς αλλά και να να ενημερώσουν τον ελληνικό λαό.

Θα ζητήσει προσωπικά ο Ανδρουλάκης το "πόρισμα"?

Ο Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης είναι ένα από τα θύματα της υπόθεσης των υποκλοπών. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου διερεύνησε μία υπόθεση η οποία τον αφορά προσωπικά. 

Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν κατέθεσε έγκληση ("μήνυση") ούτε έκανε δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας. Επομένως, δεν κατέστη διάδικος (70ΚΠΔ). Ως παθών, όμως, έχει έννομο συμφέρον να θέλει να ζητήσει αντίγραφα της δικογραφίας. Εκτός από τους διαδίκους (100ΚΠΔ), δικαιούται, σύμφωνα  με το άρθρο 147ΚΠΔ, να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας και οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον του Ανδρουλάκη είναι δεδομένο. Η τυχόν απόρριψη του αιτήματος του Ανδρουλάκη θα ήταν το ίδιο προβληματική και ύποπτη με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών. 

Θα το κάνει? Θα καταθέσει τέτοιο αίτημα, έστω κι αν απορριφθεί? Εξάλλου, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν είναι οι υποκλοπές το μόνο σκάνδαλο αλλά και η επιχείρηση συγκάλυψής τους. Εάν καταθέσει τέτοιο αίτημα και απορριφθεί, θα πρόκειται για ακόμα μία πράξη στην επιχείρηση συγκάλυψης. Θα εξαντλήσει και αυτήν την ευχέρεια που του δίνει ο νόμος?

Ο Ποινικός Κώδικας "του ΣΥΡΙΖΑ"

Η Γεωργία Αδειλίνη δεν παρέλειψε και το επιχείρημα της Κυβέρνησης Μητσοτάκη "ο Ποινικός Κώδικας του ΣΥΡΙΖΑ φταίει για όλα".

Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση (pdf)  της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου αναφέρει:

Περαιτέρω προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ. Οι πράξεις όμως αυτές, λόγω της επί το επιεικέστερο τροποποίησής τους το 2019, με τον νέο ΠΚ (ν. 4619/2019), τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και παρά το γεγονός ότι υπό το προγενέστερο, αλλά και το σημερινό νομικό καθεστώς (παλαιός ΠΚ και άρθρο 10 του ν.5002/2022, που τροποποίησε το νέο ΠΚ) έχουν χαρακτήρα κακουργήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 2 ΠΚ), ενόψει και του χρόνου τέλεσης αυτών, που αφορά τα έτη 2020 και 2021.

Επισημαίνονται τα εξής:

Το άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα, πράγματι ήταν κακούργημα στον παλιό ποινικό κώδικα και πράγματι έγινε πλημμέλημα με τον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019. 

Αυτό που δεν ακούγεται από τα κυβερνητικά χείλη είναι ότι την τροποποίηση αυτήν την είχαν προτείνει πρώτοι οι ίδιοι:

-το 2011 με το άρθρο 266 του σχεδίου Ποινικού Κώδικα της Επιτροπής Μανωλεδάκη

-το 2013 με το άρθρο 272 του σχεδίου Ποινικού Κώδικα της Επιτροπής Μαρκή 1

-το 2014 με το άρθρο 280 του σχεδίου Ποινικού Κώδικα της Επιτροπής Μαρκή 2

Αυτό δείχνει ότι αφενός η μετατροπή σε πλημμέλημα ήταν διαχρονικό (και τεκμηριωμένο) αίτημα όλων των επιστημονικών επιτροπών του παρελθόντος και αφετέρου ότι ο Ποινικός Κώδικας του 2019 υιοθέτησε τις τροποποιήσεις που είχαν προτείνει τα προηγούμενα χρόνια οι κυβερνήσεις Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ.

Φυσικά, στον ΣΥΡΙΖΑ δεν τα ξέρουν αυτά για να τα επισημάνουν και να βάλουν φρένο στον ποινικό λαϊκισμό. Έχει πάψει να τους αφορά ο Ποινικός Κώδικας. Έχουμε ήδη επισημάνει σε προηγούμενα άρθρα μας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ιδιαίτερη ευθύνη διότι ήταν το κόμμα που έφερε τον νέο Ποινικό Κώδικα. Είχε την ευθύνη να υπερασπιστεί τον κώδικα και την επιτροπή που τον συνέταξε. Όμως δεν έκαναν τίποτα και έδωσαν, δια παραλείψεως, χώρο για να αναπτυχθεί και να επεκταθεί ο ποινικός λαϊκισμός. Οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ είναι βαρύτατες. Και σίγουρα δεν πρόκειται για αμέλεια. Πρόκειται για δόλια συμπεριφορά. 

Κατασκοπεία

Ο Δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης επεσήμανε (ορθά) ότι ασκήθηκαν πλημμεληματικές δίωξεις (370Α ΠΚ) ενώ φαίνεται πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για να διερευνηθεί η διάπραξη των κακουργημάτων της παραβίασης μυστικών της Πολιτείας (146ΠΚ) και κατασκοπείας (148ΠΚ).

Εμείς προσθέτουμε το εξής. Η πορεία της προκαταρκτικής εξέτασης ήταν προδιαγεγραμμένη ήδη από την παραγγελία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Όπως αναφέρουμε παραπάνω, η παραγγελία της Γεωργίας Αδειλίνη προς τον Αχιλλέα Ζήση, ανέφερε τον κίνδυνο παραγραφής. Παραγραφή τόσο σύντομα, μόνο για πλημμέλημα θα μπορούσε να είναι. Επομένως, η Αδειλίνη είχε ήδη οριοθετήσει την έρευνα του Αχιλλέα Ζήση αποκλειστικά σε πλημμελήμματα.

ΠτΔ: Δεν εξαιρούμαι των παρακολουθήσεων

Υπενθιμίζεται ότι η ΠτΔ κα. Σακελλαροπούλου, σε συνέντευξη της στην εφημερίδα Καθημερινή (pdf) [εδώ η συνέντευξή στο site της Προεδρίας (pdf)την Κυριακή 2 Απριλίου 2023 έκανε αδιανόητες δηλώσεις για το σκάνδαλο των υποκλοπών

Ερωτήθηκε αν της πέρασε από το μυαλό το ενδεχόμενο να παρακολουθείται και η ίδια και απάντησε ότι δεν εξαιρείται των παρακολουθήσεων

Σημειώνεται ότι το 2011, η Σακελλαροπούλου, ως δικαστής του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας στην απόφαση 1/2011, είχε διατυπώσει την εξής άποψη:

Ειδικότερα η Σύμβουλος Επικρατείας Αικ. Σακελλαροπούλου, διετύπωσε την εξής άποψη: «Το απόρρητο της επικοινωνίας αποτελεί ατομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 17 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και συνεπώς έχει αυξημένη τυπική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Με τον εκτελεστικό του Συντάγματος ν. 2225/1994 ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άρσης του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, είναι δε προφανές ότι οι διατάξεις αυτές, όπως και οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 2713/1999, ως εισάγουσες περιορισμό σε ατομικό δικαίωμα είναι στενά ερμηνευτέες. Στην προκειμένη περίπτωση, αμέσως μετά την υποβολή της καταγγελίας (21.3.2006) και το σχετικό από 22.3.2006 έγγραφο της Υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων, ο εναγόμενος Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης και το Δικαστικό Συμβούλιο στη συνέχεια, διέταξαν την άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας, μεταξύ άλλων προσώπων, και του ενάγοντος, χωρίς όμως να προκύπτει ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου δηλ. να αιτιολογείται και μάλιστα ειδικώς, ούτε ως προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (δεν γίνεται καν μνεία της ιδιότητας του ενάγοντος ως δικηγόρου) και το νομικό χαρακτήρα των διευρυνώμενων πράξεων, κατά πόσο δηλ. συνιστούν κακούργημα ή κατά το Σύνταγμα ιδιαιτέρως σοβαρό έγκλημα, ούτε για ποιο λόγο δεν ήταν δυνατή η διερεύνηση της υπόθεσης χωρίς το επίμαχο μέτρο, δεδομένου ότι ενόψει του ελαχίστου χρόνου που μεσολάβησε είναι προφανές ότι δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια διερεύνησης εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων, ενώ ο ενάγων, δικηγόρος του καταγγέλοντος, κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας μεταγενεστέρως. Υπό τα δεδομένα αυτά οι εναγόμενοι δικαστικοί λειτουργοί επέδειξαν βαρειά αμέλεια περί την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων». 

Διαβάστε περισσότερα στο άρθρο μας Υποκλοπές: Τραγικές δηλώσεις της ΠτΔ - "Ούτε εγώ δεν εξαιρούμαι των υποκλοπών Μητσοτάκη"

Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Στην ανακοίνωσή της, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναφέρει ότι νομίμως δεν ήταν ειδικώς αιτιολογημένες οι πράξεις τις οποίες υπέγραφε η Εισαγγελέας, η οποία εγκαταβιούσε στην ΕΥΠ, με τις οποίες ενέκρινε την άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για "λόγους εθνικής ασφαλείας" διότι δεν το προέβλεπε η νομοθεσία (άρθρο 3 του  Ν. 2225/1994). 

Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι το να μην παρατίθεται ειδική αιτιολογία είναι "σύμφωνο με το πνεύμα" (sic!) της απόφασης C-349/21 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης". 

Βέβαια, από την ανάγνωση της ως άνω αποφάσεως, προκύπτει το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή το Δικαστήριο της Ε.Ε. αξιώνει να είναι αιτιολογημένες οι αποφάσεις (και διατάξεις) άρσης απορρήτου των επικοινωνιών. Δείτε ενδεικτικά τις σκέψεις 44-47 της εν λόγω απόφασης.

44. Ειδικότερα, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να συνάδουν προς το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο αντιστοιχεί, όπως προκύπτει από τις αφορώσες το άρθρο αυτό επεξηγήσεις, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Το δικαίωμα αυτό απαιτεί κάθε δικαστική απόφαση να είναι αιτιολογημένη (πρβλ. απόφαση της6ης Σεπτεμβρίου 2012, Trade Agency, C-619/10, EU:C:2012:531, σκέψεις 52 και 53 και εκεί μνημονευόμενη αιτιολογία).

45 Επομένως, όταν νομοθετικό μέτρο που έχει ληφθεί βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 προβλέπει ότι μπορούν να θεσπίζονται, με δικαστικές αποφάσεις, περιορισμοί της αρχής του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι τέτοιου είδους αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες.

46. Πράγματι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, το δικαίωμα σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλει να είναι ο ενδιαφερόμενος σε θέση να γνωρίζει το αιτιολογικό της διοικητικής αποφάσεως που τον αφορά, είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχει γνωστοποιηθεί το αιτιολογικό της, προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγει στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο νομιμότητας της οικείας αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken, C-225/19 και C-226/19, EU:C:2020:951,σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47. Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε του αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, δυνάμειτων εθνικών νομοθετικών μέτρων που ελήφθησαν βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ιδίως δε δυνάμει του άρθρου 34 και του άρθρου 174, παράγραφος 4, του NPK, καθώς και του άρθρου 15, παράγραφος 1, του ZSRS, σε συνδυασμό με το άρθρο 121, παράγραφος 4, του Συντάγματος, κάθε δικαστική απόφαση με αντικείμενο τη χορήγηση άδειας για τη χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

Οι διατάξεις τις οποίες υπέγραφε η εισαγγελέας η οποία εγκαταβιούσε στην ΕΥΠ, ως οιονεί δικαιοδοτική κρίση, θα έπρεπε να είναι αιτιολογημένες σύμφωνα και με την εθνική νομοθεσία (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139ΚΠΔ). Η τυχόν αντίθετη άποψη θα ήταν εξαιρετικά προβληματική διότι θα δέχονταν ότι η εισαγγελέας της ΕΥΠ ασκεί διοικητικές κι όχι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, άρα και αντίθετη στο άρθρο 89 παρ. 3 του Συντάγματος και στο άρθρο 48 παρ. 3 του Ν. 4938/2022 όπου προβλέπεται η απαγόρευση ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Εξάλλου, στο αυτό συμπέρασμα καταλήγει και η ίδια η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στην 8/2020 Γνωμοδότησή της. 

Η αντιπολίτευση θα πρέπει να δεσμευτεί ότι θα τροποποιήσει το άρθρο 4 του Ν. 5002/2022 κατά τρόπο τέτοιο ώστε για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών να απαιτείται αιτιολογημένο βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, όπως δηλαδή γίνεται και στις περιπτώσεις που η άρση του απορρήτου αφορά σε ποινικά αδικήματα. Εξάλλου, όταν οι λόγοι άρσης του απορρήτου αφορούν την εθνική ασφάλεια, έχουν σίγουρα και ποινικό σκέλος και ως εκ τούτου υπάγονται και στην καθ' ύλην αρμοδιότητα της ποινικής δικαιοσύνης. 

Ακολουθήστε μας στο mastodon, στο twitter και στο Facebook






















Photo by Parker Coffman on Unsplash