Χωρίς να συντρέχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, ο Πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παππάς, ανακοίνωσε ότι προτίθεται να καταθέσει άμεσα ενώπιον της Βουλής πρόταση για να ξεκινήσει η διαδικασία περί ποινικής ευθύνης υπουργών, αναφορικά με το μπάζωμα των Τεμπών. Πρόκειται για μία πρόταση η οποία εξαγγέλεται για 2η φορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη φορά ήταν την Παρασκευή 26 Απριλίου 2024. Η εξαγγελία αυτή έρχεται χωρίς να προκύπτει ότι βασίζεται σε νέα στοιχεία. Δεν προκύπτει επίσης ότι έγινε ύστερα από συνεννόηση με τους συγγενείς των θυμάτων ούτε ότι ζήτησαν την γνώμη και την τεχνογνωσία τους. Παράλληλα, δεν προκύπτει ότι το κίνητρο εκείνων που το ανακοίνωσαν είναι η πραγματική διερεύνηση της υπόθεσης και η απόδοση τυχόν ποινικών ευθυνών σε υπουργούς της Κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αυτό καθίσταται ξεκάθαρο από το γεγονός ότι η ΝΔ διαθέτει την απαραίτητη πλειοψηφία στην Βουλή για να την απορρίψει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και να την θέσει στο αρχείο. Γνωρίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι η βέβαιη η απόρριψη της πρότασης καθώς και ότι η απόρριψη αυτή θα προκαλέσει την αρχειοθέτηση της υπόθεσης και, κατ' επέκταση, το οριστικό τέλος οποιασδήποτε διερεύνησης. Γιατί, λοιπόν, να το κάνουν αυτό και να καταθέσουν τέτοια πρόταση? Έχουν εξασφαλίσει την υπερψήφιση της πρότασης τους και από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, ιδίως της Νέας Δημοκρατίας? Διότι, για να μην απορριφθεί, απαιτείται να ψηφιστεί και από βουλευτές της ΝΔ. Ποιο είναι, λοιπόν, το πραγματικό κίνητρο πίσω από αυτήν την εξαγγελία? Πάντως όχι η απόδοση τυχόν ευθυνών. Μήπως είναι απλά ένα πολιτικό πυροτέχνημα για να παραστήσουν κάποιοι από την αντιπολίτευση τους μαχητές? Αυτό θα είναι το καλό σενάριο. Διότι υπάρχει και χειρότερο. Ότι κάνουν "πλάτες" στην Κυβέρνηση και ότι την συνεπικουρούν για να "καθαρίσει" από το βάρος του εγκλήματος των Τεμπών. Αν μπορούσαμε να μεταφέρουμε ένα μήνυμα στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό θα ήταν: ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΤΕ
Ακολουθήστε μας στο BlueSky, στο mastodon, στο twitter και στο Facebook
Ιστορικό
Την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024, ο πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παππάς, έκανε μία δήλωση (pdf) στην οποία ανέφερε ότι την Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024 ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται να καταθέσει στην Βουλή πρόταση για την σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης (ποινική ευθύνη υπουργών) για το μπάζωμα του χώρου του εγκλήματος των Τεμπών. Ακόμη, ανέφερε ότι αυτό ήταν απόφαση του Προεδρείου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας (δηλαδή του ίδιου) και της Πολιτικής Γραμματείας. Η απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας δεν είναι δημοσιευμένη ώστε να μελετηθεί το σκεπτικό της και να γίνουν κατανοητοί οι ακατανόητοι λόγοι που τους οδήγησαν σε αυτήν.
Η Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024 πέρασε κι, ευτυχώς, δεν κατέθεσε τέτοια πρόταση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Υπενθυμίζεται ότι τον Δεκέμβριο του 2023, οι συγγενείς των θυμάτων είχαν καταθέσει έγκληση ("μήνυση") κατά μελών της κυβέρνησης για το μπάζωμα του χώρου του εγκλήματος των Τεμπών. Η έγκληση αφορούσε στα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 250 του Ποινικού Κώδικα) και της υπόθαλψης εγκληματία (άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα) και στρέφονταν κατά:
~ του τέως υπουργού Υγείας Θάνου Πλεύρη,
~ της τέως υφυπουργού Υγείας Ζωής Ράπτη,
~ του τέως υφυπουργού Μεταφορών Μιχάλη Παπαδόπουλου,
~ του τέως υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου.
Την Τρίτη 26 Μαρτίου 2024, η εισαγγελέας πλημμελειοδικών Λάρισας, ως μη όφειλε και καθ' υπέρβαση της αρμοδιότητάς της, εξέδωσε απορριπτική διάταξη (αρχειοθέτηση) κατά της έγκλησης των συγγενών. Δηλαδή, προσπάθησε να αρχειοθετήσει και τις τυχόν ποινικές ευθύνες μελών της Κυβέρνησης. Η αποκάλυψη της αρχειοθέτησης έγινε από τον ενημερωτικό ιστότοπο in.gr περίπου 10 ημέρες μετά, την Παρασκευή 5 Απριλίου 2024.
Η έγκληση αυτή αφορούσε σε μέλη της Κυβέρνησης και ως εκ τούτου δεν μπρούσε να αρχειοθετηθεί από την εισαγγελέα πλημμελειοδικών Λάρισας. Έπρεπε, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος και το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3126/2003, να έχει διαβιβαστεί στην Βουλή αντί να διερευνηθεί και να απορριφθεί. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον νόμο περί ευθύνης υπουργών (Ν. 3126/2003) απαγορεύεται οποιαδήποτε διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών υπουργών διότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Βουλή. Διαβάστε το άρθρο μας Τέμπη: Απόρριψη έγκλησης κατά Τριαντόπουλου για το μπάζωμα - Αδιανόητες καταστάσεις.
Την ίδα ημέρα Τρίτη 26 Μαρτίου 2024 που η εισαγγελέας Λάρισας αρχειοθέτησε την υπόθεση του μπαζώματος, ο πρόεδρος της Κ.Ο. του ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης, κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας (μομφής) κατά της Κυβέρνησης Μητσοτάκη την οποία συνυπέγραψαν και βουλευτές από τον ΣΥΡΙΖΑ, την Νέα Αριστερά και την Πλεύση Ελευθερίας. Όταν κατατέθηκε η πρόταση μομφής δεν ήταν ακόμα γνωστή η αρχειοθέτηση την οποία διενήργησε για τα πολιτικά πρόσωπα η εισαγγελέας πλημμελειοδικών Λάρισας διότι αποκαλύψθηκε περίπου 10 ημέρες μετά την πρόταση μομφής ήτοι στις 05.04.2024. Η πρόταση μομφής είχε ως κεντρικό θέμα την προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών. Στην συζήτηση της πρότασης μομφής επικράτησαν τα κυβερνητικά χειροκροτήματα, η λάσπη κατά των συγγενών των θυμάτων ότι είναι συνωμοσιολόγοι που μιλάνε για μπάζωμα, η αποκλειστική ευθύνη του σταθμάρχη και το ψέμα ότι τάχα η δικαιοσύνη ερευνά την υπόθεση ως προς τους εμπλεκόμενους υπουργούς. Διαβάστε την ανάλυσή μας επί της πρότασης δυσπιστίας στο άρθρο μας Τέμπη: Πίσω από τις λέξεις της πρότασης δυσπιστίας.
Δύο περίπου εβδομάδες μετά την παράνομη αρχειοθέτηση της υπόθεσης του μπαζώματος, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την Πέμπτη 18 Απριλίου 2024 την πειθαρχική έρευνα της εισαγγελέως πλημμελειοδικών Λάρισας η οποία προέβη στην αρχειοθέτηση της έγκλησης των συγγενών των θυμάτων.
Κατά της απορριπτικής διάταξης (αρχειοθέτησης) της εισαγγελέως πλημμελειοδικών Λάρισας, οι συγγενείς των θυμάτων άσκησαν προσφυγή (άρθρο 52 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) την Τετάρτη 17 Απριλίου 2024, ενώπιον της εισαγγελέως εφετών Λάρισας.
Η προσφυγή έγινε δεκτή στις 25 Απριλίου 2024 από την εισαγγελέα εφετών Λάρισας, η οποία διέταξε την υποβολή της δικογραφίας στην Βουλή, ως προς το σκέλος που αφορά σε μέλη της Κυβέρνησης.
Την Παρασκευή 26 Απριλίου 2024, με ανακοίνωσή του, ο ΣΥΡΙΖΑ εξήγγειλε για 1η φορά ότι θα ζητήσει την σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης της Βουλής για το μπάζωμα των Τεμπών. Διαβάστε περισσότερα στο σχετικό άρθρο μας Τέμπη - μπάζωμα: Ακατανόητη η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για προκαρκτική επιτροπή της Βουλής για το μπάζωμα
Σημειώνεται ότι η σχετική ανακοίνωση της 1ης εξαγγελίας για πρόταση σύστασης προανακριτικής έχει εξαφανιστεί (!!!) από τον ιστότοπο του ΣΥΡΙΖΑ και το link παραπέμπει σε σελίδα σφάλματος (error 404).
Ευτυχώς, είχαμε προλάβει να την σώσουμε στα web archives. Στην εποχή της πληροφορίας, είναι αφελές να πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να εξαφανίσει περιεχόμενο αφαιρώντας το από μία ιστοσελίδα. Μόνο τεχνολογικά αναλφάβητοι θα το πίστευαν. Διαβάστε περισσότερα στο άρθρο μας Τέμπη - μπάζωμα: Ακατανόητη η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για προκαρκτική επιτροπή της Βουλής για το μπάζωμα
Η δικογραφία χρειάστηκε έναν μήνα για να φτάσει στην Βουλή. Διαβιβάστηκε στην Βουλή διά της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου την Πέμπτη 23 Μαΐου 2024, αφού πρώτα ξεκουράστηκε λίγο καιρό στα συρτάρια της. Η διαβίβαση της δικογραφίας ανακοινώθηκε στο σώμα από τον Αντιπρόεδρο της Βουλής Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλο στο τέλος σχεδόν της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής την Πέμπτη 23 Μαΐου 2024. Διαβάστε περισσότερα για το θέμα στο άρθρο μας Τέμπη: Τί γίνεται με την διαβίβαση στην Βουλή της δικογραφίας για το μπάζωμα? στο οποίο υιοθετείται η θέσης της Ένωσης Εισαγγελέων ότι δεν προβλέπεται θεσμικά και δεν υπάρχει κανένας απολύτος δκαιοπολιτικός λόγος να γίνεται η διαβίβαση δικογραφιών στην Βουλή διά του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο συγκεντρωτισμός αυτός δεν εξυπηρετεί κανέναν απολύτως σκοπό.
Και τότε, ω του θαύματος, την επόμενη ημέρα από την διαβίβασή της δικογραφίας στην Βουλή, την Παρασκευή 24 Μαΐου 2024 η Ολομέλεια της Βουλής διέκοψε τις εργασίες της ενόψει των Ευρωκλογών της 9ης Ιουνίου 2024 με αποτέλεσμα να μην ανοίξει κάποια θεσμική συζήτηση για το έγκλημα των Τεμπών πριν από τις Ευρωεκλογές. Με τον τρόπο αυτό, η Νέα Δημοκρατία έκανε προεκλογικό αγώνα χωρίς το βάρος του εγκλήματος των Τεμπών. Επρόκειτο για την 2η μεγαλύτερης διάρκειας διακοπή εργασιών της Ολομέλειας ενόψει εκλογών τα τελευταία 40 χρόνια!
Διαβάστε την ανάλυσή μας στο άρθρο μας Τέμπη: Κλείσιμο Βουλής & δικογραφία για το μπάζωμα - Ρεκόρ διακοπής των τελευταίων 40 ετών.
Δεν έγινε συνεννόηση με τους συγγενείς
Το πρώτο το οποίο πρέπει να τονιστεί είναι ότι, όπως και η 1η εξαγγελία του Απριλίου 2024 περί προανακριτικής, έτσι και η 2η εξαγγελία του Οκτωβρίου 2024 έγινε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους άμεσα ενδιαφερόμενους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι επισπεύδουν τον δικαστικό αγώνα.
Είναι βαρύτατο σφάλμα ότι στον ΣΥΡΙΖΑ κάνουν του κεφαλιού τους και ανακοινώνουν ενέργειες οι οποίες, όχι είναι απλώς πιθανό, αλλά είναι βέβαιο ότι θα βλάψουν τον δίκαιο αγώνα των συγγενών.
Εκτός των άλλων, η υπόθεση του μπαζώματος, στο σκέλος που αφορά σε μή μέλη της κυβέρνησης, είναι σε εξέλιξη. Δεν τους ενδιαφέρουν τα στοιχεία τα οποία τυχόν θα προκύψουν από αυτήν ώστε να εισφερθούν όταν πρέπει?
Γιατί τόση αδιαφορία για τους συγγενείς εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ? Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Το κίνητρό τους είναι αποκλειστικά η δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων. Εάν πρέπει οπωσδήποτε να παραστήσουν τους αγωνιστές, εάν πιέζονται να κερδίσουν φανταστικές μάχες για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη, τότε να το κάνουν σε άλλο πεδίο και να αφήσουν εκτός την υπόθεση των Τεμπών.
Είναι βαρύτατο ατόπημα ότι δεν συμβουλεύτηκαν τους συγγενείς των θυμάτων πριν από τις ανακοινώσεις του. Δεν αντιλαμβάνονται ότι γίνονται επικίνδυνοι για την διερεύνηση της υπόθεσης? Δεν έχουν νομικούς συμβούλους να τους εξηγήσουν ότι οι εξαγγελίες τους θα οδηγήσουν με μαθηματική βεβαιότητα στην αρχειοθέτηση της υπόθεσης για τα πολιτικά πρόσωπα?
Δεν μπορεί να μην τα γνωρίζουν αυτά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο γράφεται με βεβαιότητα στο άρθρο αυτό ότι το πραγματικό τους κίνητρο είναι η δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων κι όχι η απόδοση ευθυνών. Διότι, εάν καταθέσουν πρόταση για σύσταση προανακριτικής, τότε είναι βέβαιη η απόρριψή της και η αρχειοθέτηση της υπόθεσης. Κατ' επέκταση, βέβαιη είναι και η διακοπή οποιασδήποτε περαιτέρω διερεύνησης της υπόθεσης.
Η απόρριψη και η αρχειοθέτηση είναι βέβαιη διότι για να γίνει αποδεκτή η πρόταση για σύσταση προανακριτκής, πρέπει να υπερψηφιστεί από 151 τουλάχιστον βουλευτές. Δηλαδή, απαιτείται να την υπερψηφίσουν και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Όσο έχει την πλειοψηφία η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να γίνει δεκτή τέτοια πρόταση. Εκτός κι αν ο Νίκος Παππάς έχει κάνει συνεννοήσεις και έχει εξασφαλίσει όλες τις ψήφους της αντιπολίτευσης (και των Σπαρτιατών, της Ελληνικής Λύσης και της Νίκης) και τις ψήφους τουλάχιστον 7 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας. Έχει εξασφαλίσει ο Νίκος Παππάς αυτές τις πλειοψηφίες και προέβη στην εξαγγελία? Εάν ναι, να το καταθέσει δημοσίως ότι εάν υποβληθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ πρόταση σύστασης προανακριτικής για το μπάζωμα, μετά βεβαιότητας θα γίνει αποδεκτή από την Βουλή και θα ξεκινήσει η διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Εάν αρχειοθετηθεί η υπόθεση του μπαζώματος, παύει και οποιαδήποτε διερεύνησή της. Δεν είναι ότι τίθεται στο αρχείο και κάποια αρχή εξακολουθεί να ασχολείται με την διερεύνηση της υπόθεσης και την συλλογή περισσότερων στοιχείων. Παύουν όλα. Τέλος!
Είναι αδιανόητο ότι η Αξιωματική Αντιπολίτευση θέλει να κάνει τέτοιο ανέλπιστο δώρο στην Κυβέρνηση και ταυτόχρονα να βλάψει τον δικαστικό αγώνα των συγγενών των θυμάτων. Τυχόν κατάθεση πρότασης από τον ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με μπάζωμα των τυχόν ποινικών ευθυνών μελών της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Είναι πράγματι τόσο αδίστακτοι ώστε να το κάνουν? Έχουν τα ψυχικά αποθέματα να προβούν σε μια τόσο χυδαία ενέργεια η οποία θα στρέφεται κατά των συγγενών και κατά της κοινωνίας η οποία αποζητά δικαιοσύνη για τα Τέμπη? Το πιθανότερο είναι πως όχι. Αλλά δείχνουν το πόσο αδιάφοροι είναι για τους συγγενείς, για το πένθος τους, για τον δικαστικό τους αγώνα και για την αγωνία που τους προκαλεί η εξαγγελία τους. "Αμολούν" έτσι απλά μια εξαγγελία χωρίς να τους νοιάζει τίποτα για τις παρενέργειες που προκαλεί.
Δεν τα έχουν υπολογίσει αυτά? Προφανώς και τα γνωρίζουν. Τότε, τί ακριβώς θέλουν να δείξουν? Είναι σοκαριστικό ότι δεν κρύβουν την αδιαφορία τους για τους συγγενείς και την εκφράζουν τόσο ωμά! Εκτός από αδιαφορία όμως, εκπέμπουν και ένα ακόμα μήνυμα: ότι δεν μπορούν να λειτουργήσουν με σοβαρότητα. Δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τρόπο ο οποίος θα ωφελήσει την έρευνα. Δεν μπορεί κανείς να τους πάρει στα σοβαρά και να βασιστεί πάνω τους.
Οι συγγενείς των θυμάτων, πέρα από το αυτονόητο έννομο συμφέρον το οποίο έχουν σε σχέση με την υπόθεση, είναι και επισπεύδοντες. Εάν έφτασε η δικογραφία για το μπάζωμα των Τεμπών στην Βουλή, για την οποία ο Παππάς εξήγγειλε την πρόταση για προανακριτική, έφτασε χάρη στις ενέργειες των συγγενών οι οποίες περιγράφονται παραπάνω στο ιστορικό, κι όχι χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το "κατηγορητήριο"
Υπενθυμίζεται ότι την Δευτέρα 1η Απριλίου 2024, μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης της πρότασης μομφής η οποία διεξήχθη από 26 έως 28 Μαρτίου 2024, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέκυψε στην μπουρδολογία στην οποία τον έσυρε η Νέα Δημοκρατία και έδωσε στην δημοσιότητα το κατηγορητήριο το οποίο ετοίμασε για τις τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή.
Επισημαίνεται ότι πρόκειται για διαφορετική πτυχή της υπόθεσης σε σχέση με το μπάζωμα. Είναι δύο διακριτές υποθέσεις αυτές. Με άλλα λόγια, το κατηγορητήριο που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά στο μπάζωμα (όπως η εξαγγελία Παππά) αλλά αφορά στις τυχόν ποινικές ευθύνες του Καραμανλή για το ίδιο το δυστύχημα.
Στο άρθρο μας Τέμπη: Πίσω από τις λέξεις της πρότασης δυσπιστίας θα βρείτε τον σχολιασμό μας για το κατηγορητήριο.
Γιατί δεν πρέπει να γίνει η πρόταση για σύσταση προανακριτικής
Στο άρθρο μας Τέμπη: Συγκάλυψη, Παραπληροφόρηση, Ευθύνη υπουργών, Βουλευτική ασυλία και Παραγραφή αναλύουμε την διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος, του Ν. 3126/2003 (νόμος περί ευθύνης υπουργών) και του Κανονισμού της Βουλής προκειμένου να συσταθεί επιτροπή προκαταρκτικής της Βουλής για την διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών μελών της Κυβέρνησης.
Στο άρθρο μας Τέμπη: Όχι, η δικαιοσύνη ΔΕΝ κάνει έρευνα για τον Καραμανλή, ούτε είναι προαπαιτούμενο για να του ασκήσει δίωξη η Βουλή, εξηγούμε ότι είναι απολύτως ψευδής ο ισχυρισμός των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας ότι δήθεν η δικαστική αρχή κάνει έρευνα η οποία περιλαμβάνει και πολιτικά πρόσωπα. Μέλη της Κυβέρνησης τα οποία τυχόν έχουν ποινικές ευθύνες, δεν ερευνώνται από την τακτική δικαιοσύνη διότι απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Καμία έρευνα η οποία να τους αφορά προσωπικά δεν είναι σε εξέλιξη. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3126/2003 απαγορεύεται στην δικαστική εξουσία να διενεργήσει δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και γενικοτερα οποιαδήποτε ποινική διερεύνηση για ποινικά αδικήματα μελών της κυβέρνησης (πρώην ή νυν) τα οποία αδικήματα τέλεσαν κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων τους.
Για την εκκίνηση της διαδικασίας άσκησης δίωξης κατά πρώην ή νυν Υπουργού αναφορικά με αδικήματα που σχετίζονται με τα καθήκοντά του, απαιτείται πρόταση άσκησης δίωξης από 30 τουλάχιστον βουλευτές. Τέτοια πρόταση υποσχέθηκε ο Νίκος Παππάς ότι θα φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Εάν η πρόταση των 30 βουλευτών γίνει δεκτή από την Βουλή με πλειοψηφία τουλάχιστον 151 ψήφων (άρα, από την Κυβέρνηση), τότε με απόφαση της συγκροτείται ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η επιτροπή αυτή κάνει αυτό που απαγορεύεται να κάνει η δικαιοσύνη, δηλαδή την διερεύνηση των υπουργικών αδικημάτων και την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. Για τον λόγο αυτό, λένε ψέματα όσοι λένε δημοσίως ότι τάχα πρέπει να περιμένουμε τα συμπεράσματα της δικαστικής έρευνας. Δεν είναι σε εξέλιξη τέτοια έρευνα. Απαγορεύεται στην δικαιοσύνη να ερευνήσει τον Καραμανλή. Μόνο η βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση) μπορεί να το κάνει αυτό.
Το κρισιμότερο όμως είναι το αποτέλεσμα της απόρριψης της πρότασης. Κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, εάν η πρόταση άσκησης δίωξης η οποία υποβλήθηκε από 30 βουλευτές δεν ψηφιστεί με πλειοψηφία τουλάχιστον 151 ψήφων τότε η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ. 10 του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 3126/2003, εάν η Ολομέλεια της Βουλής απορρίψει, ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη.
Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι εάν απορριφθεί από την Βουλή (δηλ. από την Κυβέρνηση) η πρόταση των 30 βουλευτών ή εάν γίνει δεκτή και συγκροτηθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης και η Βουλή αποφασίσει να μην ασκήσει ποινική δίωξη, αποκλείεται νέα πρόταση η οποία βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ακόμα και εάν αλλάξει ο νομικός χαρακτηρισμός.
Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι αν κατατεθεί η πρόταση του Νίκου Παππά για το μπάζωμα των Τεμπών και απορριφθεί (είναι βέβαιο ότι θα απορριφθεί διότι χρειάζεται 151 ψήφους) η υπόθεση αρχειοθετείται και παύει οποιαδήποτε διερεύνηση της. Η ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο θα είναι πρακτικά αδύνατη.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ήταν εντελώς ανεύθυνο και προβληματικό το γεγονός ότι ο Νίκος Παππάς εξήγγειλε την πρόταση για σύσαση προανακριτικής. Παίζει με την φωτιά, αδιαφορώντας για την ουσία της υπόθεσης και για τους συγγενείς.
Περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο
Κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, εάν η πρόταση άσκησης δίωξης η οποία υποβλήθηκε από 30 βουλευτές δεν ψηφιστεί με πλειοψηφία τουλάχιστον 151 ψήφων (δηλ. αν την καταψηφίσει η Κυβέρνηση) τότε η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ. 10 του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 3126/2003, εάν η Ολομέλεια της Βουλής απορρίψει, ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη. Το ίδιο συμβαίνει και εάν έγινε δεκτή από την Βουλή η πρόταση των 30 βουλευτών, συγκροτήθηκε επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης η οποία παρήγαγε πόρισμα αλλά η Βουλή (δηλ. η Κυβέρνηση) αποφασίσει να μην ασκήσει ποινική δίωξη (άρθρο 157 του Κανονισμού της Βουλής και άρθρο 6 παρ. 4 Ν. 3126/2003).
Εν προκειμένω όμως, η απόρριψη θα γίνει σε πρώιμο στάδιο ήτοι κατά την κατάθεση της πρότασης, και δεν θα φτάσει σε στάδιο καταψήφισης πορίσματος ύστερα από συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης.
Επομένως, εάν κατατεθεί η πρόταση του Νίκου Παππά για το μπάζωμα των Τεμπών και απορριφθεί τότε δεν μπορεί να κατατεθεί νέα πρόταση δίωξης βασιζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά, ακόμα και εάν αλλάξει ο χαρακτηρισμός των αξιόποινων πράξεων. Δηλαδή, η υπόθεση αρχειοθετείται και παύει οποιαδήποτε διερεύνηση. Εκεί θέλει ο Νίκος Παππάς να καταλήξει η υπόθεση του μπαζώματος?
Στις περιπτώσεις αυτές παράγεται αποτέλεσμα παρεμφερές προς το δεδικασμένο, όπως αυτό το οποίο παράγεται σε περίπτωση αρχειοθέτησης μήνυσης ή έγκλησης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 3 & 4 και 51 παρ. 2 & 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Παράγεται περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο το οποίο παρέχει δικαίωμα απόρριψης κάθε νέας καταγγελίας, κατά των ίδιων προσώπων που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή με επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ή και σε ασήμαντη προσθήκη αυτών, σαν νομικά αστήρικτη. Το οιονεί αυτό δεδικασμένο που προκύπτει δεσμευτικό, έχει οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα και γίνεται δεκτό πως κάμπτεται μόνον εάν ήθελε προκύψουν νεώτερα ουσιώδη ή άγνωστα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 420/2023, ΑΠ 609/2019, ΑΠ 1120/2018 κλπ).
Ανάσυρση από το αρχείο
Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3126/2003, για τα θέματα τα οποία δεν ρυθμίζονται διαφορετικά στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να προβλέπεται διαφορετικά διότι η διαδικασία της ποινικής ευθύνης υπουργών είναι μεν μια ειδική διαδικασία αλλά δεν καταστρώνεται μαζί με αυτήν και ειδική "υπουργική" ποινική δικονομία ή ειδικό "υπουργικό" ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Ήτοι, ελλείψει ειδικότερης ποινικής δικονομίας ειδικά για υπουργούς, θα ήταν αβάσιμο να υποστηριχθεί ότι, πριν από την ρητή πρόβλεψη του Ν. 3126/2003, δεν εφαρμόζονταν στις ποινικές υποθέσεις μελών της κυβέρνησης οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ότι αυτό ξεκίνησε να γίνεται από το 2003 και έπειτα. Τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση θα οδηγούσε ενδεχομένως στην παραδοχή ότι υφίσταται θεσμοθετημένη αρνησιδικία αλλά και στο ποινικώς ανεύθυνο των υπουργών, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνονται αυτά στην βούληση του καταστατικού ή του διαχρονικούς νομοθέτη. Όπως αναλύεται παρακάτω, δεν νοείται το ποινικώς ατιμώρητο κανενός. Επομένως, εξακολουθούν και σε αυτές τις υποθέσεις να ισχύουν οι γενικές ουσιαστικές και δικονομικές αρχές οι οποίες ισχύουν γενικώς και δεν έρχονται σε αντίθεση με το πλέγμα των ρυθίσεων για τα υπουργικά αδικήματα (άρθρο 86 του Συντάγματος, Ν. 3126/2003 και Κανονισμός της Βουλής).
Εξάλλου, ο συντακτικός νομοθέτης καθιερώνει μία ειδική διαδικασία για την δίωξη μελών της κυβέρνησης η οποία δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως θεσπίζουσα την ατιμωρησία πράξεων και παραλείψεων της συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων. Η ατιμωρησία δεν είναι στην ratio του άρθρου 86 του Συντάγματος αλλά και σε καμία από τις αντίστοιχες διατάξεις των προηγούμενων συνταγμάτων. Υπό καμία ερμηνευτική εκδοχή δεν θα ήταν ανεκτό το συμπέρασμα ότι το Σύνταγμα ή ο κοινός νόμος καθιερώνουν (ή ότι δύνανται να το καθιερώσουν) το ποινικώς ανεύθυνο των μελών της Κυβέρνησης, την αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ αυτών και την μη εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων υπέρ αυτών διότι τοτε θα καταστρατηγούνταν η διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος (αρχή της ισότητας), κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, "δοθέντος ότι η άνω διάταξη του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών* " [* βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1221/2014].
Περαιτέρω, το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι εάν η πρόταση άσκησης δίωξης δεν υπερψηφιστεί τότε απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το άρθρο 155 παρ. 10 του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 3126/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3961/2011, ορίζουν ότι εάν η Βουλή απορρίψει, ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη. Η ρητή αναφορά στο απαράδεκτο της υποβολής νέας πρότασης βασισμένης στα αυτά πραγματικά περιστατικά με την πρόταση η οποία απορρίφθηκε, αν και "πρωτότυπη επιλογή" του κοινού νομοθέτη αφού δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 86 του Συντάγματος, εντούτοις εδράζεται στην αρχή ne bis in idem και εναρμονίζεται με το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 43 παρ. 3 και 4 του ΚΠΔ. Ακόμα και εάν απουσίαζε η ρητή αναφορά στην νομοθεσία ότι απορρίπτεται ως απαράδεκτη μια νέα πρόταση η οποία βασίζεται στα ίδια πραγματικά, το αποτέλεσμα αυτό θα επέρχονταν και πάλι, κατ' εφαρμογή των γενικών διατάξεων του άρθρου 43 παρ. 3 & 4 του ΚΠΔ, όπως εξάλλου ρητά προβλέπεται η εφαρμογή των διατάξεων της κοινής δικονομίας από το 22 παρ. 1 του Ν. 3126/2003.
Οι περιπτώσεις αρχειοθέτησης μήνυσης ή έγκλησης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 3 & 4 και 51 παρ. 2 & 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συνιστούν έκφανση της in rem άσκησης της ποινικής δίωξης, η οποία διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, και ως εκ τούτου αυτή συντελείται όταν δεν πιθανολογείται αξιόποινη πράξη, όταν δεν πληρούται ο εξωτερικός όρος του αξιόποινου, όταν συντρέχουν λόγοι εξάλειψης του αξιόποινου κλπ. Αντιστρόφως, εάν πιθανολογηθεί η αξιόποινη πράξη, η κίνηση της ποινικής δίωξης είναι υποχρεωτική για τον εισαγγελέα πλημμελειεωδικών (27, 37 ΚΠΔ) ο οποίος δεν έχει εξουσία διάθεσης αυτής μιας και δεν επιτρέπει τέτοια ο δημόσιος χαρακτήρας της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας. Αντιθέτως, η αρχειοθέτηση η οποία γίνεται κατ' εφαρμογή της διάταξης του 245 παρ. 3 ΚΠΔ, η οποία προϋποθέτει όμως τη βάσιμη πιθανολόγηση ότι διεπράχθη αξιόποινη πράξη αλλά δράστης παραμένει άγνωστος, δεν έχει την έννοια της διευθέτησης της ποινικής διώξεως αλλά συνιστά τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης, η υπόθεση τηρείται σε σκόπιμη εκκρεμότητα με την προοπτική εξιχνίασης της και για τον λόγο αυτό η διερεύνηση της υπόθεσης συνεχίζεται σύμφωνα με τις παρ. 2 και 8 του ΠΔ 141/1991 [ενδ. ΣυμβΠλημΠειρ 814/2009]. Επομένως, οι διατάξεις του ΚΠΔ είναι καταστρωμένες στην βάση της in rem άσκησης της ποινικής δίωξης καθώς και στην αρχή της νομιμότητας αυτής. Η αρχειοθέτηση έχει ποιοτική διαφορά και παράγει περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες δεν πιθανολογήθηκε αξιόποινη πράξη (in rem) επί της οποίας μπορεί να συντελεστεί η υποχρεωτική, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, άσκηση της ποινικής δίωξης. Η αρχειοθέτηση η οποία γίνεται στην αντίθετη περίπτωση (245 παρ. 3 ΚΠΔ) ήτοι όταν πιθανολογήθηκε η διάπραξη αξιόποινης πράξης αλλά ο δράστης αυτής παρέμεινε άγνωστος, συνιστά τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης και δεν παράγεται περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο.
Η θέση της υπόθεσης στο αρχείο καθιστά απαράδεκτη και νομικά αβάσιμη, με την ευρεία έννοια, κάθε νέα έρευνα της ίδιας υποθέσεως, όταν έχει δημιουργηθεί περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η επανεξέτασή της όταν προκύπτουν νέα πραγματικά δεδομένα. Είναι μεν απαράδεκτη κάθε νέα προκαταρκτική εξέταση της ιδίας ποινικής υποθέσεως που έχει προηγούμενα κριθεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 43 και 51 ΚΠΔ, η πράξη αρχειοθέτησης που εκδίδεται κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ είναι δικαιοδοτικού χαρακτήρα, όμως δεν είναι δεσμευτική και γι' αυτό πρέπει να χαρακτηρισθεί ως "οιονεί δικαιοδοτική" [Στρ.Ιωαν. 102/2010].
Εφόσον προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία ή γίνεται επίκληση αυτών, η υπόθεση ανασύρεται από το αρχείο κατά 43 παρ. 6 ΚΠΔ. Η επανεξέταση της υπόθεσης δικαιολογείται όταν στην βάση των νέων περιστατικών, στοιχείων κλπ πιθανολογείται η διάπραξη αξιόποινης πράξης (in rem) η οποία δεν είχε πιθανολογηθεί όταν τέθηκε η υπόθεση στο αρχείο. Η πιθανολόγηση διάπραξης αξιόποινης πράξης, έστω και εκ των υστέρων, ενεργοποιεί εκ νέου την αξίωση της πολιτείας για ποινική τιμωρία, από την οποία, ως ελέχθη, δεν εξαιρείται καμία κατηγορία προσώπων διότι υπό κανένα ερμηνευτικό πρίσμα η έννομη τάξη δεν καθιερώνει το ποινικώς ανεύθυνο & ατιμώρητο για αυτήν την κατηγορία προσώπων (και για καμία κατηγορία προσώπων). Αλλά και από την σκοπιά του διαχρονικού ποινικού δικονομικού δικαίου συνάγονται πολύτιμα συμπεράσματα. Ακόμα και μετά από τις σημαντικές τροποποιήσεις του άρθρου 43 του παλιού ΚΠΔ τις οποίες επέφερε το άρθρο 4 του Ν. 3160/2003, ρητή νομοθετική πρόβλεψη ότι η υπόθεση ανασύρεται από το αρχείο όταν ανακύψουν νέα περιστατικά τέθηκε το πρώτον με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3904/2010. Γίνονταν όμως δεκτό στην θεωρία αλλά και νομολογιακά ότι, παρά την απουσία ρητής διάταξης, μπορεί να ανασυρθεί η υπόθεση και να ασκηθεί ποινική δίωξη εάν προκύψουν νέα στοιχεία [βλ. και Κονταξής Θρ. "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας" 1989, Τ1 σελ. 318]. Αντίθετη προσέγγιση θα προσέκρουε στις αρχές τις οποίες ήδη αναφέρουμε. Εξάλλου, από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3904/2010 (σελ. 6) προκύπτει ότι ο δικαιοπολιτικός λόγος της ρητής θέσπισης της εν λόγω διάταξης περί ανάσυρσης της υπόθεσης από το αρχείο δεν ήταν η κατά το πρώτον θεμελίωση της δυνατότητας ανάσυρσης της δικογραφίας από το αρχείο εάν προκύψουν νέα στοιχεία, η οποία ούτως ή άλλως παγίως είχε νομολογηθεί, αλλά η υποχρεωτική κλήτευσή του εμπλεκόμενου προς παροχή συμπληρωματικών εξηγήσεων ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα αιφνιδιαστεί και ότι θα του δοθεί η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του.
Λεκτέο και ότι, παρά το γεγονός ότι η παράγεται περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο με την αρχειοθέτηση κατά 43 παρ. 3 & 4 ΚΠΔ, επιτρεπτέα είναι η ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο και λόγω νέας διαφορετικής αξιολογήσεως και κρίσεως του ήδη υφιστάμενου στην δικογραφία πραγματικού υλικού κι όχι μόνο όταν η ανάσυρση είναι βασισμένη αποκλειστικώς στην ύπαρξη νέων περιστατικών [ενδ. ΔιάτΕισΕφΑθ 1/1992].
Πράγματι, το άρθρο 155 παρ. 10 του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 3126/2003, προβλέπουν ότι εάν απορριφθεί η πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη. Ταυτόχρονα δεν προβλέπουν την ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο. Πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι δεν τυγχάνουν εφαρμοστέες οι προαναφερθείσες διατάξεις και αρχές του ΚΠΔ για τις υποθέσεις μελών της Κυβέρνησης οι οποίες αρχειοθετήθηκαν κατ' εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 86 του Συντάγματος? Φρονούμε ότι ο βάσιμος αυτός προβληματισμός, ο οποίος παρουσιάστηκε από τους Ακρίτα Καϊδατζή και Ασπασίας Θεοχάρη με πλήρη επιστημονική επάρκεια στην μελέτη "Αντισυνταγματικότητα του κανόνα της εφάπαξ υποβολής πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού" σε Νομαρχία 19.07.2024 καλύπτεται σε έναν βαθμό από τις παραπάνω θέσεις που αναπτύσσουμε. Κατά την άποψη που αναπτύσσεται στο άρθρο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πράγματι συντρέχει κανόνας εφάπαξ υποβολής της πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού. Η διαφορετική μεταχείριση των μελών της Κυβέρνησης, δεν δικαιολογείται κατ' αρχήν από το ίδιο το άρθρο 86 του Συντάγματος το οποίο καταστρώνει μια ειδική διαδικασία για την ποινική ευθύνη υπουργών αλλά όχι το ποινικώς ανεύθυνο και το ατιμώρητο αυτών. Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση, όπως ορθά επισημαίνεται και στην παραπάνω μελέτη, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Έτι δε περαιτέρω, η αρχή της in rem ποινικής δίωξης σε συνδυασμό με την αρχή της νομιμότητας αυτής είναι δεσμευτικές για το σύνολο της έννομης τάξης, άλλως, δεν προκύπτει (ούτε θα μπορούσενα προκύψει) ότι η ratio του άρθρου 86 του Συντάγματος ήταν η θεσμοθέτηση εξαιρέσεων από αυτές τις αρχές. Η Βουλή δεν είναι φορέας της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας και ως εκ τούτου δεν έχει εξουσία διάθεσης της ποινικής δίωξης και του αντικειμένου της ποινικής δίκης. Εξάλλου, θα ήταν πρωτοφανής και αντίθετη στον δημόσιο χαρακτήρα της ποινικής δίκης η προσέγγιση ότι έχει εξουσία διάθεσης της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας κάποιο όργανο της, έστω κι αν αυτό είναι η Βουλή. Το γεγονός ότι το άρθρο 86 του Συντάγματος δεν προβλέπει την υποβολή 2ης πρότασης, αλλά ούτε την αποκλείει, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την ρητή αναφορά του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3126/2003, ότι για τα θέματα τα οποία δεν ρυθμίζονται διαφορετικά στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ακόμα όμως και εάν απουσίαζε αυτή η ρητή πρόβλεψη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3126/2003, πάλι θα τύγχαναν εφαρμοστέες οι διατάξεις της κοινής δικονομίας διότι το άρθρο 86 του Συντάγματος δεν καθιερώνει την εξαίρεση των μελών της Κυβέρνησης από το δίκαιο γενικότερα αλλά απλώς μια διαδικασία αποκλίνουσα σε σχέση με την κοινή. Αλλά ούτε και θα μπορούσε να καθιερωθεί με το άρθρο 86 του Συντάγματος εξαίρεση των μελών της κυβέρνησης από την ποινική ευθύνη διότι θα ήταν ασύμβατο με το άρθρο 7 του Συντάγματος το οποίο καθιερώνει το ποινικό δίκαιο της πράξης κι όχι του φρονήματος ή του προσώπου. Δεν απομένει καμία αμφιβολία ότι, όπως σε κάθε ποινική υπόθεση, έτσι και στις υποθέσεις ποινικής ευθύνης μελών της κυβέρνησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του 43 παρ. 6 ΚΠΔ περί ανάσυρσης της αρχειοθετημένης δικογραφίας. Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν θα μπορούσε η ανυπαρξία ρητής πρόβλεψης στο άρθρο 86 του Συντάγματος περί υποβολής νέας πρότασης για την ίδια υπόθεση βασισμένης σε νέα περιστατικά, να ερμηνευτεί ως αποκλείουσα αυτήν διότι τότε θα θέσπιζε το ποινικώς ανεύθυνο και το ατιμώρητο, το οποίο προσκρούει στην αρχή της ισότητας και θα επανέφερε εκ πλαγίου την μεσαιωνική αρχή ότι "Ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται" [Basilicorum Lib. II, Tit. VI, (α')]. Τέτοια παραδοχή θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε Βασίλειο του 8ου αιώνα.
Ο σημαντικότερος προβληματισμός, σε περίπτωση αρχειοθέτησης και υποβολής νέας πρότασης βασισμένης σε νέα πραγματικά περιστατικά (αν όχι σε επαναξιολόγηση των αυτών περιστατικών που όπως προαναφέρθηκε, νομολογήθηκε εξίσου επιτρεπτέο σε ΔιάτΕισΕφΑθ 1/1992) μάλλον έγγειται στο ποιό θα είναι το όργανο το οποίο θα κληθεί να αποφανθεί. Κατά τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας, η τυχόν υποβολή νέου ένδικου βοηθήματος επί αρχειοθετημένης υπόθεσης, που δεν βασίζεται σε νέα περιστατικά, κηρύσσεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα [βλ. και Κονταξής Θρ. "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας" 1989, Τ1 σελ. 410]. Αναγκαίες προϋποθέσεις για να αχθεί ο Εισαγγελέας στην κήρυξη του ένδικου βοηθήματος ως απαράδεκτου είναι αφενός να την παραλάβει και αφετέρου να την αξιολογήσει. Φρονούμε ότι η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σε μια τέτοια περίπτωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υποβολή της νέας πρότασης δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη από το Προεδρείο της Βουλής αλλά ότι εισάγεται υποχρεωτικά στην Ολομέλεια, καθώς και ότι δεν έχει την αρμοδιότητα ο Πρόεδρος της Βουλής να αρνηθεί την παραλαβή της και την εισαγωγή της στην Ολομέλεια.
Τέλος, καταθέτουμε και τον εξής προβληματισμό: Ο εισαγγελέας ο οποίος αρχειοθετεί την υπόθεση ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης, ελέγχεται για παράβαση καθήκοντος 259ΠΚ [Μαργαρίτης Μιχ. "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας" 2020, σελ. 139]. Θεωρούμε πως και χωράει έλεγχος και για κατάχρηση εξουσίας 239ΠΚ. Τυγχάνουν εφαρμοστέες αυτές οι διατάξεις εάν συμβεί κάτι ανάλογο στην υπόθεση των Τεμπών?
Ακολουθήστε μας στο BlueSky, στο mastodon, στο twitter και στο Facebook