Με αφορμή την γυναικοκτονία της Ευγενίας, οι βουλευτές του Κινήματος Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη εξέδωσαν την Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025 ανακοίνωση με την οποία ζητούν από την κυβέρνηση "την νομική αναγνώρισης του όρου γυναικοκτονία, με αυστηροποίηση ποινών". Δεν είναι η πρώτη φορά που το Κίνημα Δημοκρατίας ή ο ιδρυτής του, Στέφανος Κασσελάκης, καταθέτουν ανεπεξέργαστες προτάσεις στον δημόσιο διάλογο μόνο και μόνο για να τις πουν. Το ολέθριο σφάλμα που κάνουν είναι ότι μετατοπίζουν το κέντρο βάρος της συζήτησης, από τις ευθύνες της Κυβέρνησης για την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και την ανυπαρξία πολιτικών πρόληψης, στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά ευθυγραμμίζονται με την Κυβέρνηση, η οποία έχει επιλέξει να μην επενδύει σε πολιτικές πρόληψης και έχει δώσει όλο το βάρος στον ποινικό κώδικα. Επιβεβαιώνουν τον δόγμα τιμωρητισμού της κυβέρνησης και αναγνωρίζουν ότι ο ποινικός κώδικας είναι πανάκεια που επιλύει κάθε πρόβλημα.
Ακολουθήστε μας στο BlueSky, στο mastodon, στο twitter και στο Facebook
Έχει ξαναγίνει
Είναι συνήθεια πλέον για το Κίνημα Δημοκρατίας και προσωπικά για τον Στέφανο Κασσελάκη, να καταθέτουν ανεπεξέργαστες και πρόχειρες προτάσεις σαν πυροτεχήματα στον δημόσιο διάλογο. Βαδίζουν με συνέπεια στον δρόμο της προχειρότητας του ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο προέρχονται.
Ο Στέφανος Κασσελάκης καταθέτει πρόχειρες προτάσεις οι οποίες τον εκθέτουν προσωπικά διότι δείχνουν ότι δεν έχει προηγηθεί κάποια επεξεργασία στην διαμόρφωση τους.
Το έκανε πριν έναν περίπου χρόνο, ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όταν και πάλι καλούσε την Κυβέρνηση να προβεί γενικά και αόριστα στην "θεσμική αναγνώριση του όρου γυναικοκτονία" χωρίς να καταθέτει συγκεκριμένη πρόταση για το πώς πρέπει αυτό να γίνει. Το γιατί όσοι το ζητούν δεν καταθέτουν ταυτόχρονα συγκεκριμένη πρόταση, εξηγείται σε αυτό το άρθρο. Διότι υπάρχουν τεχνικές και ουσιαστικές δυσκολίες.
Το απέδειξε προσφάτως όταν απέκλεισε οικειοθελώς το κόμμα του από την παραγωγή πολιτικής, με τον εκ των προτέρων αυτο-αποκλεισμό του από την πρόταση Προέδρου της Δημοκρατίας. Μάλιστα, δεν επιφυλάχθηκε καν να προτείνει στο μέλλον αλλά δήλωσε ανακριβώς ότι την ευθύνη για την πρόταση ΠτΔ την έχει ο Πρωθυπουργός.
Το ίδιο έκανε με την πρόταση για ασυμβίβαστο μεταξύ υπουργού και βουλευτή που το είχε θεσπίσει η Χούντα στο "Σύνταγμα" του 1973 (άρθρο 88 παρ. 2).
Το έκανε με την εξαγγελία του για παρεμβολή του Αρείου Πάγου στα εσωτερικά των κομμάτων, το οποίο επίσης ήταν ιδέα της Χούντας.
Διαβάστε αναλυτικά στο άρθρο μας Κασσελάκης: Οι 2 χουντικές ρυθμίσεις που του φάνηκαν καλές ιδέες.
Η εξακολούθηση της πρακτικής αυτής δείχνει ότι στερείται θεσμικής σοβαρότητας και τον κατατάσσει στο επίπεδο του συνεχιστή της κουλτούρας προχειρότητας & ανοργανωσιάς του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο άρθρο αυτό αναδεικνύονται τεχνικά και ουσιαστικά ζητήματα γύρω από την τυποποίηση της "γυναικοκονίας" ως αυτοτελούς ποινικού αδικήματος στην Ελλάδα. Ζητήματα τα οποία είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσουν τα προοδευτικά δημοκρατικά κόμματα και για τα οποία προκύπτει ότι δεν έχουν κάνει καμία επεξεργασία. Η νομική κατοχύρωση του όρου είναι σπουδαία υπόθεση για να γίνεται τσιτάτο.
Γιατί είναι πρόβλημα αυτή η ρητορική
Η αλήθεια είναι ότι οι φωνές εκείνες, μεταξύ των οποίων και το Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη, οι οποίες ζητούν την "εδώ και τώρα νομική κατοχύρωση του όρου" δεν έχουν επιστημονικά επεξεργασμένες προτάσεις να παρουσιάσουν. Για τον λόγο αυτό αρκούνται στον ρόλο της διαμαρτυρίας όπως αρμόζει σε κάθε μικρό κόμμα το οποίο απλά παράγει θόρυβο κι όχι πολιτική και αδιαφορεί για τα κοινωνικά προβλήματα. .
Αλλά και ο ίδιος ο Στέφανος Κασσελάκης δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να κάνει θόρυβο και να "πετάει" συνθήματα που δείχνουν ότι δεν έχει προηγηθεί σοβαρή δουλειά. Δεν θα περνάνε όμως για πολύ καιρό απαρατήρητα αυτά. Κάποια στιγμή η κοινωνία αλλά και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι θα ζητήσουν απαντήσεις σε βάθος. Και φυσικά, ο Κασσελάκης δεν θα έχει τέτοιες απαντήσεις διότι δεν υπάρχει κάποια επεξεργασμένη πρόταση από πίσω. Είναι εντυπωσιακό όμως ότι και ο ίδιος δεν δείχνει να νοιάζεται. Δεν ρώτησε, άραγε, όσους τον συμβουλεύουν ότι πρέπει να ζητάει την "νομική αναγνώριση του όρου γυναικοκτονία", ποιό είναι το σχέδιο και η πρόταση τους? Δεν ζήτησε να δει πώς θα ήταν η πρόταση νόμου του κόμματος του, εάν κατέθεταν τέτοια?
Αρχικά, απαιτούν από αυτήν την συγκεκριμένη κυβέρνηση να κάνει κάτι για την "νομική κατοχύρωση του όρου". Είναι πραγματικά μεγάλο μυστήριο ότι ζητούν από αυτήν την Κυβέρνηση, του ποινικού λαϊκισμού και των 16 πρόχειρων & αντιδραστικών τροποποιήσεων του ποινικού κώδικα, να δώσει την λύση. Δεν της υπαγορεύουν την λύση, με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, αλλά της ζητούν να την εφεύρει. Αυτό δεν είναι μυστήριο. Δεν είναι μυστήριο είναι ότι δεν υποδεικνύουν στην κυβέρνηση το πώς πρέπει να γίνει και ότι αρκούνται σε πυροτεχνήματα και τσιτάτα του "εδώ και τώρα".
Δεν έχουν κάποια επεξεργασμένη προαση. Είναι ευκολότερο να ζητούν από την Κυβέρνηση να το κάνει, από το να επεξεργαστούν και να καταθέσουν μία ολοκληρωμένη πρόταση νόμου. Το γεγονός ότι δεν το έχουν κάνει έως τώρα δείχνει το πόσο ρηχά και χωρίς ίχνος σοβαρότητας αντιμετωπίζουν το θέμα. Όπως ακριβώς και στον ΣΥΡΙΖΑ. Σαν να μην άλλαξε τίποτα.
Ο Κασσελάκης δεν παρουσίασε μία ολοκληρωμένη πρόταση για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Αρκείται σε ένα αποσπασματικό, πρόχειρο και ασόβαρο "είναι υποχρέωση της Πολιτείας η θεσμική αναγνώριση του όρου γυναικοκτονία" και τελείωσε. Αυτό δείχνει ότι προσεγγίζει το θέμα ρηχά και επικοινωνιακά. Δεν δείχνει να τον ενδιαφέρει πραγματικά το ζήτημα. Διότι, εάν τον ένοιαζε, ήδη από τότε που ήταν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα επεξεργάζονταν με την ομάδα του (εάν υποτεθεί ότι υπάρχει τέτοια) μία συνολική και ολοκληρωμένη πρόταση για να παρουσιάσει. Δεν θα έκανε ανεπεξέργαστες αναφορές απλώς για να τις πει και να τις αποτινάξει από πάνω του.
Αφού ο Κασσελάκης διαφέρει, γιατί δεν παρουσιάζει την πρότασή του? Πώς πρέπει να αλλάξει ο Ποινικός Κώδικας? Τί πρέπει να γράφει η ποινική διάταξη που προτείνει? Συγκεκριμένα όμως, όχι με αοριστολογίες. Αλλιώς, δεν διαφέρει από την Νέα Δημοκρατία αλλά ούτε και από την ΣΥΡΙΖΑ και την Νέα Αριστερά.
Ο λόγος που δεν έχουν σχέδιο είναι απλός. Πρόκειται για ένα πράγματι σύνθετο τεχνικά ζήτημα με πολλές δυσκολίες. Απαιτείται μεγάλη επεξεργασία και δουλειά, η οποία δεν έχει γίνει.
Από μία σκοπιά, είναι θετικό ότι δεν έχουν καταθέσει μία τσαπατσουλιά που θα τραυμάτιζε και θα σχετικοποιούσε ακόμα περισσότερο τον ποινικό κώδικα.
Το πρόβλημα όμως είναι ακόμα βαθύτερο.
Τροφοδοτούν την Κυβέρνηση και τον ποινικό λαϊκισμό
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι ο Κασσελάκης δεν έχει κάποια επεξεργασμένη πρόταση. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι τροφοδοτεί την ποινική συζήτηση, ευνοώντας την στρατηγική της Κυβέρνησης για αποσιώπηση των ευθυνών της σχετικά με την ανυπαρξία στρατηγικών πρόληψης, οι οποίες πρέπει απαραιτήτως να προηγηθούν της ποινικής καταστολής.
Υιοθετεί κι αυτός με την στάση του τον έυκολο και απλοϊκό δρόμο της Κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι η λύση του προβλήματος είναι τάχα ζήτημα του ποινικού κώδικα. Αφήνει έτσι στην άκρη τις ευθύνες της Κυβέρνησης για την ανεπάρκεια των πολιτικών πρόληψης.
Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει οχυρωθεί πίσω από τον ποινικό κώδικα για να αποφύγει τις ευθύνες της, οι οποίες απορρέουν από την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους. Με εκτελεστικό βραχίοντα τα ΜΜΕ, τα οποία καλλιεργούν τον συλλογικό πανικό, έχουν καταφέρει να πείσουν την κοινωνία ότι αρκούν μερικές τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα για την επιλύση ενός σύνθετου ζητήματος και ότι τάχα ο ποινικός κώδικας έχει αποτρεπτικό ρόλο. Ή ότι είναι το μοναδικό εργαλείο πρόληψης.
Φαίνεται ότι ο Μητσοτάκης κατάφερε να πείσει και τον Κασσελάκη πως δεν χρειάζεται κοινωνικό κράτος και ότι όλα επιλύονται, σχεδόν μαγικά, με μερικές τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα. Εξάλλου, αυτό προτείνει κι ο Κασσελάκης με την "εδώ και τώρα θεσμική αναγνώριση της γυναικοκτονίας". Μια τροποποίηση του ποινικού κώδικα κι έκλεισε το θέμα.
Οι πολιτικές πρόληψης έχουν κόστος. Θέλουν δαπάνες για εκπαίδευση, ενημέρωση, κινητοποίηση, ευαισθητοποίηση, έρευνα, υλική και ψυχολογική υποστήριξη των γυναικών κλπ.
Το ότι είναι εμπαιγμός πως ο ποινικός κώδικα επιλύει προβλήματα, έγινε ολοφάνερο με την περίπτωση των εμπρησμών δασών. Η πρόληψη των εμπρησμών θέλει δαπάνες για προσωπικό και μέσα. Μετά τις μεγάλες πυρκαγιές του 2021 στις οποίες καταστράφηκε η Εύβοια, η απάντηση της Κυβέρνησης ήταν η αυστηροποίηση του ποινικού κώδικα. Όχι η επένδυση σε προσωπικό και μέσα, διότι αυτά κοστίζουν. Αν γίνουν επενδύσεις στην πρόληψη, δεν θα περισσέψουν χρήματα για να κατευθυνθούν σε απευθείας αναθέσεις και οικονομικές ενισχύσεις στα ΜΜΕ. Προφανώς, οι αυστηροποιήσεις του ποινικού κώδικα δεν απέτρεψαν τους εμπρησμούς δασών, οι οποίοι συνεχίστηκαν εντονότερα
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει στραφεί στον ποινικό κώδικα. Επειδή αρνείται να επενδύσει στην πρόληψη. Η τροποποίηση του ποινικού κώδικα δεν κοστίζει.
Όσο λοιπόν δεν αναδεικνύεται το ζήτημα της απόσυρσης του κοινωνικού κράτους, του κράτους το οποίο κάνει δαπάνες και επενδύει στην πρόληψη, δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση για τον ποινικό κώδικα. Είναι προαπαιτούμενο.
Η συζήτηση αυτή ευνοεί και τροφοδοτεί με επιχειρήματα την κυβέρνηση, τα οποία είναι βέβαιο ότι θα στρέψει εναντίον τους. Όταν θα έρθει η ώρα, ο Μητσοτάκης θα απαντήσει στον Κασσελάκη ότι το μόνο που ζητούσε ήταν μια τροποποίηση του ποινικού κώδικα.
Με την ρητορική η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στο θέμα του ποινικού κώδικα, επιβεβαιώνουν την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα το αξιοποιήσει αυτό. Θα απαντήσει κάποια στιγμή ότι και τα "προοδευτικά κόμματα" για τον ποινικό κώδικα μιλάνε, άρα αναγνωρίζουν ότι ορθά τόσα χρόνια η κυβέρνηση δίνει το βάρος εκεί κι όχι σε κοινωνικές δαπάνες.
Δεν μπορεί να μην τα γνωρίζουν αυτά στο Κίνημα Δημοκρατίας. Κι επειδή τα γνωρίζουν, με το να περιορίζουν το ζήτημα αποκλειστικά στον ποινικό κώδικα, καθίσταται ολοφάνερος ο εμαπιγμός της κοινωνίας και η υποκρισία τους.
Σε τί διαφέρει η σπουδή Κασσελάκη για "νομική κατοχύρωση του όρου" (και μόνο αυτό), από τις αποσπασματικές, προβληματικές και μεσαιωνικές τροποποιήσεις που έκανε στους ποινικούς κώδικες η Κυβέρνηση από το 2019 και έπειτα?
Σε τί διαφέρει από τον Φλωρίδη και τον Τσιάρα οι οποίοι υποστήριζαν την άποψη ότι αρκεί μια τροποποίηση του ποινικού κώδικα για τους εμπρησμούς δασών?
Σε τί διαφέρει από τον ΣΥΡΙΖΑ και την Νέα Αριστερά, που επίσης αποζητούν την "νομική κατοχύρωση" αλλά δεν έχουν κάνει την παραμικρή λεπτομερή, αναλυτική και τεκμηριωμένη πρόταση?
Ο διάλογος για την ζημιά που επέφεραν οι συνεχείς τροποποιήσεις του Ποινικού Δικαίου στην συνοχή και την φιλοσοφία του, δεν έχει ανοίξει ακόμα από εκείνους οι οποίοι θα έπρεπε να το έχουν ήδη κάνει αυτό, δηλαδή τα προοδευτικά δημοκρατικά κόμματα.
Αντιμετωπίζουν φοβικά την κυβέρνηση, η οποία παριστάνει τον κέρβερο του νόμου και της τάξης, και την άφησαν ανενόχλητη να δηλητηριάσει την κοινωνία με το δόγμα του ποινικού λαϊκισμού. Φοβούνται να υψώσουν ανάστημα τους ενώ φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης ιδίως επειδή ήταν εκείνοι οι οποίοι έφεραν τον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019.
Είχε θεωρηθεί ότι ο Φλωρίδης είναι το λιγότερο υπερβολικός και ανακριβής, που κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι ο νέος Ποινικός Κώδικας του 2019 ήταν προιόν συναλλαγής. Είναι ωστόσο τόσο εκκωφαντική η σιωπή του ΣΥΡΙΖΑ (και της Νέας Αριστεράς), που άφησαν αναπάντητες τις κατηγορίες του Φλωρίδη, ώστε να δημιουργείται εύλογα η υποψία ότι τελικά έχουν κάποια βάση. Δεν υπερασπίστηκαν τον νέο ποινικό κώδικα που ήταν δημιούργημα τους και άφησαν την νομοπαρασκευαστική επιτροπή εκτεθειμένη σε πόλεμο λάσπης και ηθικής εξόντωσης.
Υπενθυμίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπό την προεδρία Κασσελάκη, όχι μόνο παρουσιάστηκε απροετοίμαστος στην συζήτηση του Ν. 5090/2024 αλλά δεν ζήτησε καν την απόσυρση του τριτοκοσμικού αυτού νομοσχεδίου! Η στάση τους, στην καλύτερη περίπτωση, είναι ύποπτη.
Υπό κανονικές συνθήκες, το ζήτημα της τυχόν τροποποίησης του ποινικού κώδικα θα έπρεπε να είναι το τελευταίο, αφού έχουν προηγηθεί όλες οι ενέργειες για μία ολοκληρωμένη (και δαπανηρή) πολιτική προληψης.
Το Κίνημα Δημοκρατίας και ο ίδιος ο Στέφανος Κασσελάκης προσωπικά, έχουν να δώσουν εξετάσεις για την θέση τους στον ποινικό κώδικα. Το ποινικό δίκαιο αποκαλείται όχι άδικα και ως "εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο". Ο Μαγκάκης το χαρακτήρισε ως "ιδιαίτερα επικίνδυνο δίκαιο" επειδή στα χέρια μιας αυταρχικής κυβέρνησης μπορεί να αξιοποιηθεί ως μέσον για την κατάπνιξη της ελευθερίας. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για να κάνουν πλάκα μικροπολιτική στον Κίνημα Δημοκρατίας με τον ποινικό κώδικα.
Τα ζητήματα γύρω από την νομική κατοχύρωση του όρου
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ο όρος “γυναικοκτονία” (femicide), με την σημασία που του αποδίδεται σήμερα, φέρεται να επινοήθηκε το 1974 από την φεμινίστρια κοινωνιολόγο Dianna Russell. Απαντάται τουλάχιστον από τις αρχές του 19ου αιώνα για την αναφορά σε δολοφονίες γυναικών, χωρίς να εμπεριέχει κάποια φόρτιση, αντί του ουδετερόφυλου όρου «homicide» για να προσδιορίσει το γυναικείο φύλο του θύματος ανθρωποκτονίας [1].
Ενώ ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται κατά βάση γύρω από το κυρωτικό σκέλος της ενδεχόμενης θέσπισης της γυναικοκτονίας στον ποινικό κώδικα, ως διακριτής νομοτυπικής μορφής σε σχέση με την ανθρωποκτονία (στην παραδοσιακή της μορφή που θέτει το 299ΠΚ), εξίσου σπουδαία είναι και η συζήτηση για την τυποποίηση της αντικειμενικής της υπόστασης.
Οι αλλεπάλληλες [2], πρόχειρες και αντιεπιστημονικές τροποποιήσεις του ΠΚ από το 2019 και έπειτα, επιβάλλεται να βρουν θεσμική απάντηση (και) μέσα από μία επεξεργασμένη πρόταση η οποία θα είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη με την αρχή της νομιμότητας (Σ7, 1ΠΚ, 7ΕΣΔΑ) και ιδίως με την αρχή του σαφούς νόμου (lex certa).
Η διαπίστωση ότι ο συλλογικός πανικός έχει αγγίξει ακόμα και τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες παραδοσιακά τοποθετούνται στον προοδευτικό άξονα, δείχνει ότι η καλλιέργειά του από την κυβέρνηση, με αιχμή του δόρατος τα ΜΜΕ, έχει επιτύχει τον επιδιωκόμενο χβοστισμό (tailism) αλλά και την αποδοχή του δόγματος της μηδενικής ανοχής από σημαντικό μέρος της κοινωνίας.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το κλίμα έντασης και οργής εντός του οποίου διεξάγεται η (όποια) δημόσια συζήτηση δεν διογκώνει μόνο την τάση προς το δόγμα του τιμωρητισμού αλλά θέτει ταυτόχρονα εκτός συζήτησης και τις ευθύνες της παρούσας Κυβέρνησης για τις επιζήμιες συνέπειες της απόσυρσης του κράτους από τον κοινωνικό-προληπτικό του ρόλο.
Με τον τρόπο αυτό, με το να μην θίγονται τα ζητήματα αυτά και να επικεντρώνεται η συζήτηση αποκλειστικά στο ποινικό σκέλος, η παρούσα Κυβέρνηση ευνοείται με διπλό τρόπο:
~ Αφενός διότι το κέντρο βάρους της συζήτησης μετατοπίζεται, από την παράλειψη της Κυβέρνησης να επιτελέσει ενεργητικά τον κοινωνικό - προληπτικό της ρόλο, στο προνομιακό γι’ αυτήν πεδίο της ποινικής καταστολής.
~ Αφετέρου διότι τα μέτρα μηδενικής ανοχής τυγχάνουν κοινωνικής αποδοχής και αυτό εισπράττεται μετέπειτα ως εκλογική επιτυχία.
Ως εκ τούτου, πρέπει να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό το γεγονός ότι αποκρύπτονται όλες οι διαστάσεις του ζητήματος και επικεντρώνεται η συζήτηση αποκλειστικά γύρω από το ποινικό σκέλος. Θα ήταν αποσπασματική και πρόχειρη μία πρόταση η οποία δεν αντιμετωπίζει συνολικά το ζήτημα και δεν απαντάει στο πρόβλημα.
Αφετηρία της προσέγγισης αυτής, πριν από την απάντηση με χρήση του ποινικού “οπλοστασίου”, δεν μπορεί να είναι άλλη από την ανάλυση και την ανάδειξη των αδυναμιών του υφιστάμενου πολιτειακού πλαισίου πρόληψης του φαινομένου αλλά και η ταυτόχρονη κατάθεση πρότασης που να το αναβαθμίζει.
Δεν μπορεί να περνάει απαρατήρητο ότι όσο “παραδειγματική” (sic!) κι αν είναι μία ποινή, είναι κατασταλτική και η επιβολή της προϋποθέτει αναγκαστικά λαβωμένο έννομο αγαθό. Αν η προσέγγιση επικεντρώνεται όχι στην πρόληψη, άρα στην διάσωση της ανθρώπινης ζωής, αλλά στην επιβολή μιας αυστηρής ποινής όταν το έννομο αγαθό της ζωής θα έχει ήδη τρωθεί, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούν εάν πραγματικά απαντούν στο πρόβλημα και εάν στέκονται με εντιμότητα απέναντι στις προσδοκίες της κοινωνίας.
Η συζήτηση, λοιπόν, δεν είναι αυστηρώς νομοτεχνική. Εξάλλου, πριν την κατάστρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος της “γυναικοκτονίας” είναι λογικό προαπαιτούμενο, ως αφετηρία, να απαντηθεί σε σαφήνεια εάν με αυτήν επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η όποια πρόταση θα ευθυγραμμίζεται το πρώτον με την αρχή της αναλογικότητας, της επικουρικότητας, την αρχή της ισότητας και την αρχή της νομιμότητας. Με απλά λόγια, πρέπει να παρουσιαστούν και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα από μία παρέμβαση στον ποινικό κώδικα. Αλλιώς, καταντούν σαν την κυβέρνηση η οποία τάχα καταπολεμά τους εμπρησμούς δασών όχι με προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή αλλά με αυστηροποίηση των ποινών.
Η τεκμηριωμένη και με μετρήσιμα στοιχεία απάντηση στο ερώτημα εάν η τυποποίηση νέας εγκληματικής υπόστασης θα λειτουργήσει πράγματι αποτρεπτικά και θα περιορίσει το φαινόμενο, ενισχύει ακόμα περισσότερο την δυναμική της πρότασης και θέτει γερές βάσεις για την υιοθέτησή της από την κοινωνία.
Αξίες οι οποίες αποκλίνουν από την αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, της εγγυητικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου, του επανορθωτικού χαρακτήρα της ποινής και αναγάγουν το ποινικό δίκαιο σε πανάκεια για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων είναι αξονικά αντίθετες σε όσα οφείλει να επιδιώκει να να υπηρετεί ένα δημοκρατικό προοδευτικό κόμμα. Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη και η συνεισφορά της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου και η διδασκαλία της για το κόστος του εγκλήματος. Τα διδάγματά της αποδεικνύουν την εμπειρική διαπίστωση του Μπεκαρία [3] ήδη από το 1764 ότι μόνη η απειλή ποινής, και δη δρακόντειας, δεν επιτελεί τον αποτρεπτικό ρόλο τον οποίο επαγγέλλεται ο μύθος της αυστηροποίησης των ποινών.
Όλα τα προηγούμενα κατατίθενται υπό την προϋπόθεση ότι το Κίνημα Δημοκρατίας και γενικότερα τα προοδευτικά δημοκρατικά κόμματα έχουν ως σημείο αφετηρίας την παραδοχή ότι αποστασιοποιούνται από την πρόσδεση στο άρμα του ποινικού λαϊκισμού, ενδιαφέρεται για μετρήσιμες λύσεις και επιδιώκει πράγματι να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια προς αναστροφή της τρέχουσας ροπής προς την αναβίωση ξεπερασμένων δογμάτων όπως ο ανταποδοτικός χαρακτήρας της ποινής, η αχρήστευση του δράστη, η έξαρση για περισσότερη & πιο “παραδειγματική” (sic!) τιμώρηση η απαίτηση για δράστες με λιγότερα ή και καθόλου δικαιώματα, τα οποία θέτουν την Ελλάδα σε καθεστώς εξαίρεσης από την πρόσδεση στις αξίες του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.
Η προσήλωση σε αρχές και αξίες οφείλει να λειτουργεί ως πυξίδα όσο δελεαστική κι αν είναι η διαπίστωση ότι υφίσταται (και) “προοδευτικός” τιμωρητισμός, η πρόσδεση στον οποίο μπορεί βραχυπρόθεσμα να αποφέρει πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη. Μακροπρόθεσμα όμως, η ικανοποίηση των κατώτερων ενστίκτων της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να τροφοδοτεί την ροπή προς τον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία.
Τέλος, δεν πρέπει από τον παραπάνω υπολογισμό να παραβλέπεται και ότι το ποινικό δίκαιο δεν έχει συμβολικό χαρακτήρα ούτε συνιστά μέσον διευκόλυνσης της στατιστικής καταγραφής. Εκφεύγει της αποστολής του και είναι λανθάνουσα η αξιοποίησή του από τον νομοθέτη ως όχημα για να προσδώσει ορατότητα σε ένα φαινόμενο.
2. Η προβληματική της τυποποίησης της γυναικοκτονίας ως αυτοτελούς ποινικής υπόστασης
Πρώτα απ' όλα πρέπει να εξεταστεί το πολιτειακό πλαίσιο πρόληψης του φαινομένου και να παρουσιαστεί ένα σχέδιο ενίσχυσης του. Εάν η συζήτηση περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τον ποινικό κώδικα τότε επιβεβαιώνουν πανηγυρικά την κυβέρνηση ότι αρκεί απλώς μια τροποποίηση του για να θεραπευτεί μία κατάσταση. Όπως θεράπευσαν και τους εμπρησμούς δασών.
Από την άλλη, εάν δεν προηγηθεί μία τέτοια ανάλυση για τις πολιτικές πρόληψης, θα είναι ολοφάνερος ο εμπαιγμός της κοινωνίας. Θα φανεί ξεκάθαρα ότι στην πραγματικότητα αδιαφορούν και το μόνο που τους νοιάζει είναι οι εντυπώσεις. Διότι, επαναλαμβάνεται, το ποινικό δίκαιο είναι κατασταλτικό. Ο ρόλος του ξεκινάει όταν το έννομο αγαθό έχει τρωθεί, όταν η γυναίκα έχει πεθάνει. Οπότε, ποιο είναι το μήνυμα? Ας πεθάνει η γυναίκα αλλά να έχει την βεβαιότητα ότι δράστης θα τιμωρηθεί αυστηρά? Αυτό είναι το μήνυμα που εκπέμπει η σπουδή για τροποποίηση του ποινικού κώδικα όσο δεν συνοδεύεται από ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο πρόληψης.
Εάν παρόλα αυτά ήθελε υποτεθεί ότι η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι επιβεβλημένη η ανάγκη να τυποποιηθεί νέα αυτοτελής ποινική υπόσταση στον ποινικό κώδικα, αναφύονται οι εξής προβληματισμοί:
(α) Η φύση του εγκλήματος – Ιδιώνυμο ή παραλλαγή?
Εάν ήθελε υποτεθεί ότι θα τυποποιηθεί αυτοτελής ποινική υπόσταση “γυναικοκτονία” πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο και ότι θα προκαλέσει δογματικές συζητήσεις για την φύση του εγκλήματος.
Τέτοιες συζητήσεις, οι οποίες θα επικεντρωθούν κυρίως στο εάν θα είναι διακεκριμένη παραλλαγή του 299ΠΚ ή ιδιώνυμο έγκλημα, δεν στερούνται σημασίας διότι σύμφωνα με την διδασκαλία [4] περί των ιδιώνυμων εγκλημάτων, τίθενται πρακτικά ζητήματα για τον εφαρμοστή του δικαίου όπως, ενδεικτικά, πραγματικής πλάνης του 30 παρ. 2 ΠΚ, προσωπικών λόγων απαλλαγής από την ποινή και περαιτέρω δημιουργίας παραλλαγών βασισμένων στην ιδιώνυμη υπόσταση.
Η άποψη ότι πρόκειται για ιδιώνυμο έγκλημα δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί διότι αφενός δεν φαίνεται να προκύπτει τέτοια αποστασιοποίηση από την βασική νομοτυπική μορφή του 299ΠΚ η οποία θα δικαιολογούσε επαρκώς την θέση ότι αποκτά αυτοτέλεια έναντι αυτής και αφετέρου επειδή η κατάφαση του ως ιδιώνυμου εγκλήματος, λόγω της αυτοτέλειας, θα οδηγούσε στο μάλλον παράδοξο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση κατάργησής του, αποποινικοποιείται πλήρως η αντίστοιχη συμπεριφορά [5].
Κατά την άποψη που εκφράζεται εδώ μάλλον φαίνεται ορθότερη η άποψη ότι πρόκειται για διακεκριμένη παραλλαγή του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας 299ΠΚ.
Νοείται όμως διακεκριμένη παραλλαγή ενός βασικού εγκλήματος το οποίο ήδη τιμωρείται με την βαρύτερη δυνατή ποινή που διαθέτει ο ποινικός κώδικας?
Το ίδιο στρεβλό πλαίσιο φαίνεται να υπάρχει και στην Μάλτα όπου η γυναικοκτονία εισήχθη στο άρθρο 211Α του ποινικού κώδικα και επηρεάζει την "επιείκεια" επιμέτρησης της ποινής της ανθρωποκτονίας η οποία όμως ήδη τιμωρείται με ισόβια.
Στην Κροατία συνοδεύτηκε από αυξημένο πλαίσιο ποινής τουλάχιστον 10 ετών.
Στην Ελλάδα η επιβολή βαρύτερης ποινής δεν είναι εφικτή από το 2021 και έπειτα, ύστερα από τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε η Κυβέρνηση με τον Ν. 4855/2021 στο άρθρο 299ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο η ισόβια κάθειρξη κατέστη η μοναδική ποινή.
Εφόσον θεωρηθεί ότι είναι άνευ αξίας, σε επίπεδο κύρωσης, είναι επιβεβλημένη και απάντηση στο ερώτημα εάν η τυποποίησή της, της προσδίδει μόνο συμβολικό (κι όχι ουσιαστικό) χαρακτήρα, κόντρα στο αξίωμα ότι το ποινικό δίκαιο δεν είναι συμβολικό.
(β) Έννομο αγαθό
Επιπλέον, στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η ανάγκη να απαντηθεί και ποιο είναι το νέο έννομο αγαθό το οποίο θα διαφυλάξει η θέσπιση της γυναικοκτονίας ως αυτοτελούς εγκλήματος. Ένα έγκλημα πλήττει πάντοτε κατ' ανάγκη ένα έννομο αγαθό. Αλλά και αντιστρόφως, είναι ανεπίτρεπτη και αντισυνταγματική η τυποποίηση ποινικής υπόστασης η οποία δεν προστατεύει ορισμένο έννομο αγαθό.
Ως απάντηση, υποστηρίζεται [6] η άποψη ότι το έννομο αγαθό ανευρίσκεται στο άρθρο 82Α ΠΚ περί ρατσιστικού εγκλήματος. Το οποίο όμως δεν τυποποιεί νέες εγκληματικές υποστάσεις αλλά αυξάνει τα πλαίσια ποινής των υφιστάμενων εγκλημάτων.
Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στο ίδιο σημείο εκκίνησης με την ανεύρεση του εννόμου αγαθού βρίσκονται ταυτόχρονα αφενός η σαφής τυποποίηση της εγκληματικής συμπεριφοράς και αφετέρου η παραδοχή ότι πρόκειται για διακεκριμένο έγκλημα.
Υπενθυμίζεται όμως ότι υπάρχει προβληματισμός κατά πόσο μπορεί να συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή μία ποινική υπόσταση σε σχέση με την βασική η οποία τιμωρείται ήδη με την βαρύτερη ποινή.
Ταυτόχρονα, πρέπει να εξηγηθεί με επιστημονική επάρκεια και μετρήσιμα στοιχεία γιατί δεν επαρκούν οι υφιστάμενες ποινικές υποστάσεις για να καλύψουν το άδικο που θέτει ο δράστης.
Τα ζητήματα αυτά πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν ως σύνολο διότι δεν παρουσιάζουν αυτοτέλεια μεταξύ τους.
(γ) Η συμβατότητα με την αρχή lex certa
Η πλήρης ευθυγράμμιση οποιαδήποτε απόπειρας τυποποίησης του αυτοτελούς εγκλήματος της γυναικοκτονίας με την αρχή του σαφούς νόμου (lex certa), ως ειδικότερης έκφανσης της αρχής της νομιμότητας (Σ7, 1ΠΚ), είναι επιβεβλημένη όχι μόνο για λόγους συνταγματικότητας αλλά και για λόγους ασφάλειας δικαίου.
Ωστόσο η προσπάθεια αυτή φαίνεται να είναι από την αρχή ναρκοθετημένη λόγω της ανυπαρξίας κοινώς αποδεκτού ορισμού της έννοιας της “γυναικοκτονίας” και της κατ’ επέκταση αδυναμίας συγκρότησης της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος με συγκεκριμένη και σαφή περιγραφή.
Είναι γεγονός ότι το σημείο εκκίνησης βρίσκεται στην ανθρωποκτονία του 299ΠΚ έγκλημα το οποίο είναι επαρκώς τυποποιημένο, πλην όμως δεν αρκεί μόνη η σαφής περιγραφή του πυρήνα του βασικού εγκλήματος για τον καθορισμό ενός διακεκριμένου εγκλήματος.
Η απαίτηση για την τήρηση της αρχής σαφούς νόμου εξακολουθεί να ισχύει στο ακέραιο και στα περιστατικά εκείνα τα οποία καθιστούν το έγκλημα διακεκριμένο. Πολλώ δεν μάλλον όταν οι περιστάσεις εκείνες οι οποίες συγκροτούν το διακεκριμένο έγκλημα εντοπίζονται σε φρονηματικά – υποκειμενικά στοιχεία στο πρόσωπο του δράστη, χωρίς ωστόσο να υιοθετείται εδώ η άποψη ότι η τυποποίηση της γυναικοκτονίας συνιστά φρονηματικό άδικο.
Η ρευστή τυποποίηση του εγκλήματος σε άλλες έννομες τάξεις μπορεί να είναι ανεκτή στην οικογένεια του αγγλοσαξωνικού δικαίου (common law), στο οποίο ο δικαστής έχει αυξημένη κανονιστική ευχέρεια να διαπλάθει κανόνες βασισμένους στη δικαστηριακή πρακτική, δεν μπορεί όμως να αποτελέσει ασφαλές υπόδειγμα διότι δεν φαίνεται να καλύπτει τις αυξημένες δικαιοκρατικές απαιτήσεις βεβαιότητας δικαίου της οικογένειας του ηπειρωτικού δικαίου (continental law) που ανήκει η Ελλάδα.
Η απαίτηση σαφούς περιγραφής της εγκληματικής συμπεριφοράς στον χώρο του ποινικού δικαίου είναι καίριας σημασίας και για τον λόγο του ότι η αρχή του σαφούς νόμου δεν απευθύνεται μόνο στον νομοθέτη, τον οποίο υποχρεώνει να μην θεσπίζει αόριστους νόμους αλλά και στον δικαστή τον οποίο υποχρεώνει να μην τους εφαρμόζει. Επομένως, το πλήγμα το οποίο θα επιφέρει στον επιδιωκόμενο σκοπό μια πρόχειρη και ανεπεξέργαστη πρόταση η οποία δεν θα εφαρμοστεί, θα είναι καθοριστικό και θα τροφοδοτήσει με επιχειρήματα την αντίθετη άποψη.
(δ) Η συμβατότητα με την αρχή της ισότητας
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η εισαγωγή αυτούσιου του όρου “γυναικοκτονία” στον Ποινικό Κώδικα και η (α)συμβατότητά του με την αρχή της ισότητας (Σ4) η οποία επιβάλλει μια ουδέτερη, ως προς το φύλο, τυποποίηση του εγκλήματος.
Το γεγονός ότι στο πεδίο των ιδιαίτερων εγκλημάτων απαντάται προσδιορισμός φύλου του δράστη (πχ “μητέρα” στο 303ΠΚ) καλύπτει την ανάγκη προσδιορισμού της ιδιότητας – σχέσης του δράστη με το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος κι όχι της καταγραφής αυξημένης κοινωνικοηθικής απαξίας λόγω του φύλου του δράστη.
Η ασυμβατότητα με την αρχή της ισότητας δεν περιορίζεται στην ορολογία η οποία θα χρησιμοποιηθεί για την τυποποίηση του εγκλήματος. Εντοπίζεται κατά βάση στην εισαγωγή ποινικής διάταξης η οποία, με το να επιφυλάσσει διαφορετική ποινική μεταχείριση λόγω φύλου, αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας των φύλων και εισάγει (ανεπίτρεπτη) διάκριση.
Σημειωτέον ότι η ασυμβατότητα αυτή σε σχέση με την αρχή της ισότητας φαίνεται να είναι φραγμός για την τυποποίηση της γυναικοκτονίας και σε άλλες έννομες τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κι όχι μόνο στην Ελλάδα.
(ε) Σε επίπεδο ποινής
Το γεγονός ότι το ποινικό δίκαιο δεν έχει συμβολικό χαρακτήρα, καθιστά επιβεβλημένη όχι μόνο την τυποποίηση της εγκληματικής συμπεριφοράς αλλά και τον καθορισμό του είδους (φυλάκιση – κάθειρξη) και του ύψους της ποινικής κύρωσης.
Με δεδομένη ως αφετηριακή την σκέψη ότι η γυναικοκτονία χρήζει τυποποίησης επειδή εμπεριέχει αυξημένη κοινωνικοηθική απαξία, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει και την απειλή αυξημένης ποινής σε σχέση με το 299ΠΚ. Εξάλλου, τούτη είναι και η πρακτική σημασία της τυποποίησης διακεκριμένων εγκλημάτων, τα οποία πάντοτε τιμωρούνται βαρύτερα σε σχέση με το βασικό έγκλημα.
Πλην όμως τούτο δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ύστερα από τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε το άρθρο 63 του Ν. 4855/2021 στο άρθρο 299ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο απειλείται ως μόνη ποινή [7] πλέον η ισόβια κάθειρξη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, δημιουργείται αδιέξοδο διότι δεν απομένει βαρύτερη ποινή για να καλυφθεί η αυξημένη κοινωνικοηθική απαξία της γυναικοκτονίας.
(στ) Σε αποδεικτικό επίπεδο
Το γεγονός ότι είναι σφόδρα πιθανό ότι η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος θα βασιστεί στην χρήση υποκειμενικών - φρονηματικών στοιχείων που δεν συνιστούν υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου, εκτός από την μεγάλη πρακτική σημασία που έχουν στα ζητήματα συμμετοχής και στην εφαρμογή του 49 παρ. 2 ΠΚ (η έλλειψη του φρονηματικού στοιχείου ωφελεί τον συμμέτοχο ενώ η έλλειψη υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου όχι), είναι καίριας σημασίας και σε αποδεικτικό επίπεδο, με ό,τι συναπέγεται αυτό σε ζητήματα ασφάλειας δικαίου.
Στην συζήτηση για την εισαγωγή της γυναικοκτονίας στον κυπριακό ποινικό κώδικα καταγράφηκε η εξής ενδιαφέρουσα άποψη [8] ως προς τις ενδεχόμενες αποδεικτικές δυσχέρειες:
“Η εισαγωγή του εγκλήματος της γυναικοκτονίας διαφοροποιεί μεν τη θανάτωση γυναίκας από το κοινό αδίκημα της ανθρωποκτονίας, νοηματοδοτώντας την ειδική αυτή περίπτωση διάπραξης τέτοιου εγκλήματος ως αποτέλεσμα έμφυλων διακρίσεων, δημιουργεί όμως πρόσθετα προβλήματα στην αποδεικτική διαδικασία του νέου αυτού εγκλήματος η οποία καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη, αφού στην αντικειμενική υπόσταση αυτού (actus reus) προστίθενται ουσιαστικά νέα συστατικά στοιχεία, τα οποία θα δυσχεράνουν αντί να διευκολύνουν την απόδειξη ενός τέτοιου εγκλήματος”.
(στ) Σε επίπεδο ελαφρυντικών
Προβληματική φαίνεται και η άποψη η οποία υποστηρίζει τον a priori αποκλεισμό χορήγησης ελαφρυντικών περιστάσεων στους δράστες γυναικοκτονίας.
Τα ελαφρυντικά είναι έκφανση της αρχής της επιείκειας στο ποινικό δίκαιο και δεν φαίνεται δικαιοκρατικά ανεκτός ένας εκ των προτέρων αποκλεισμός τους, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του δράστη.
(ζ) Στο επίπεδο της επιμέτρησης της ποινής
Τέλος, περισσότερο νόημα φαίνεται να έχει όχι η τυποποίηση νέας νομοτυπικής μορφής εγκλήματος αλλά η παρέμβαση σε επίπεδο επιμέτρησης της ποινής.
Μπορεί ωστόσο να γίνει λόγος για νομοθετική παρέμβαση στην επιμέτρηση της ποινής όταν απειλείται η ισόβια κάθειρξη ως μόνη ποινή στο 299ΠΚ? Ίσως αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για την αντιστροφή των όσων φριχτών έχουν γίνει στον ποινικό κώδικα από το 2019 και ιδίως σε ό,τι αφορά στην απάλειψη της διαζευκτικής ποινής στο 299ΠΚ.
Επίλογος
Τί έχει να απαντήσει στους παραπάνω προβληματισμούς ο κος. Κασσελάκης, τους οποίους είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσουν? Τί έχουν να απαντήσουν Νέα Αριστερά και ΣΥΡΙΖΑ? Γιατί δεν καταθέτουν την αναλυτική και τεκμηριωμένη πρότασή τους?
Η περίοδος χάριτος των πολιτών απέναντι στα προοδευτικά δημοκρατικά κόμματα έχει τελειώσει. Η περίοδος χάριτος στην προχειρότητα, την ανοργανωσιά και την τσαπατσουλιά έληξε στις εκλογές του 2023.
Ακολουθήστε μας στο BlueSky, στο mastodon, στο twitter και στο Facebook
[1] Αναστασία Γκόνη Καραμπότσου “Γυναικοκτονία: Μια συγκριτική εξέταση σε διεθνές, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο” 2020 σελ. 10]
[2] Ιστορικό τροποποιήσεων Ποινικού Κώδικα]
[3] Cesare Beccaria “Περί αδικημάτων και ποινών” 1764 μτφρ 1823 σελ. 71 “Δεν κινεί την ανθρώπινην ψυχή τόσον η επίτασης αλλά η έκτισης της ποινής”]
[4] Ενδεικτικά Κοτσαλής “Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος” Τ. 1 2005 σελ. 96 επ., Βαθιώτης “Στοιχεία Ποινικού Δικαίου” 2007 σελ. 96, Κωσταρά ““’Ποινικό Δίκαιο - Έννοιες & θεσμοί του Γενικού Μέρους” 2024 σελ. 238]
[5] Κωσταρά “’Ποινικό Δίκαιο - Έννοιες & θεσμοί του Γενικού Μέρους” 2024, προβληματική για το 303ΠΚ, σελ. 239]
[6] Πολυζωΐδου Βάγια “Έχει θέση η γυναικοκτονία στον Ποινικό μας Κώδικα;” 2022 σε syntagmawatch.gr]
[7] Ο νέος Ποινικός Κώδικας Ν. 4619/2019 ακολούθησε τις υποδείξεις του σχεδίου Μανωλεδάκη το οποίο προέβλεπε την απειλή διαζευκτικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης 10-15 ετών στα εγκλήματα για τα οποία απειλούνταν η ισόβια κάθειρξη, κατά τα πρότυπα του γερμανικού ποινικού κώδικα. Μέχρι τις τροποποιήσεις του Ν. 4855/2021, το 299ΠΚ προέβλεπε ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών]
[8] Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως]
Photo by Mika Baumeister on Unsplash